Quantcast

Ελευθέριος Βασιλάκης & Ορέστης Καρύδας: Υποκριτική, έμπνευση και δημιουργία

Συνέντευξη: Φένια Ζάννη
Φωτογράφιση: Αγγελική Καλαμαρά

Μιλώντας για υποκριτική και εξέλιξη, για κάτι σύγχρονο και φρέσκο, για έννοιες που γίνονται τρόποι ζωής, ο Ελευθέριος Βασιλάκης και ο Ορέστης Καρύδας «ανοίγουν τα χαρτιά τους» και αναφέρουν όλα όσα τους εξελίσσουν στην επαγγελματική τους δραστηριότητα. Πρεσβεύοντας πάντα το νέο αίμα στο θεατρικό κλάδο, αναλύουν τις δικές τους αξίες, υπερασπιζόμενοι πάντα την ποιοτική αναδιαμόρφωση του εσωτερισμού τους.

Τι ήταν αυτό που σας ώθησε προς την υποκριτική και ποιο είναι το κίνητρο που σας κρατά τόσο δημιουργικούς στην πορεία σας;
Ελευθέριος Βασιλάκης: Υποθέτω πως κάποιο όνειρο με ώθησε, καθότι η απόφαση πάρθηκε με το πρωινό ξύπνημα αρκετά χρόνια πριν. Συνειδητά όμως, αναζητούσα κάτι που με χωράει, που μου δίνει ζωή, που με εκφράζει, κάτι που εξελίσσεται, κάτι μη πληκτικό. Δύο πράγματα νοηματοδοτούν τη ζωή μου: η δημιουργία και η απόλαυση.

Ορέστης Καρύδας: Ένας συνδυασμός της έμφυτης και υποσυνείδητης τάσης μου, με τις προσλαμβάνουσες και τα βιώματά μου. Με έναν τρόπο λειτούργησαν όλα σαν μια λογική συνέχεια κι έτσι βρέθηκα απολύτως εμπλεκόμενος με τέχνη. Η ίδια η ιδέα της τέχνης, και πιο συγκεκριμένα της τέχνης του θεάτρου, του χορού και των εικαστικών, είναι εκείνη που με παρακινεί και με κρατάει ζωντανό και ενεργό.

Βρισκόμαστε στη μέση του έτους, όμως έχετε συμμετάσχει και οι δύο ήδη σε πολλές και ποικίλες παραστάσεις. Μιλήστε μας λίγο γι’ αυτές. Τι εκλαμβάνετε από καθεμιά;
Ε.Β.: Η θεατρική σεζόν φέτος για μένα έμοιαζε με κατάλυμα στη Μύκονο, Αύγουστο μήνα. Μέτρησα 5 πρεμιέρες σε διάστημα 8 μηνών. Ξεκίνησε με την παράσταση “Mon Petit Prince” σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπογδάνου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Δουλέψαμε περίπου ένα τετράμηνο υπό την καθοδήγηση του Δημήτρη, καταφέραμε να είμαστε μια πολύ αγαπημένη ομάδα και το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα σε συνδυασμό με τα απανωτά sold out, μας δικαίωσαν. Ακολούθησε η παράσταση «Το γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη στο Θέατρο Κάτια Δανδουλάκη. Έκανα αντικατάσταση σε έναν συνάδελφο και βρέθηκα στην σκηνή με μόλις μία πρόβα. Γεγονός το οποίο όχι μόνο δεν με άγχωσε αλλά με απελευθέρωσε από κάθε μορφή ενοχής του λάθους. Έκλεισε με την συμμετοχή μου στην θεματική ενότητα του Εθνικού Θεάτρου” ο συγγραφέας του μήνα” οπού και έλαβα μέρος στις παραστάσεις , “Σούμαν” της Σοφίας Καψούρου σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη.”Τιτανομαχίες” της Νατάσας Σίδερη σε σκηνοθεσία Υρώ Μανέ και “Σπίτι” του Χαράλαμπου Γιάννου σε σκηνοθεσία Ελεάννα Τσίχλη. Ο ίδιος θίασος έχοντας 23 πρόβες παρουσίαζε για 6 παραστασεις το κάθε έργο.Ήταν μια εμπειρία απερίγραπτα όμορφη που ακόμα έχω στερητικό σύνδρομο.

Ο.Κ.: Σίγουρα είχε ενδιαφέρον. Μοιάζει και λίγο σαν τσίρκο όλο αυτό. Με οριακές στιγμές επικινδυνότητας και έκθεσης, με δρομολόγια χαρακτήρων, με συμπαθείς προσωπικότητες στη συναναστροφή και άλλες τρομερά αντιπαθείς. Ενίοτε η απόλυτη ομορφιά και άλλοτε ο χειρότερος εφιάλτης. Αισθάνομαι όμως καλά, πλήρης και ευγνωμοσύνη. Δεν μπορώ να αξιολογήσω τον εαυτό μου σε αυτό το επίπεδο πάντως, και γι’ αυτό το μόνο που θα σου πω είναι πως είμαι ευτυχισμένος. Έχοντας όμως συναντήσει μεγάλες δυσκολίες. Οξύμωρο με την ευτυχία αλλά αυτό που συναντάς στην τέχνη είναι κυρίως οι δυσκολίες. Συνεχώς πρέπει να είσαι σε ετοιμότητα να υπερβαίνεις τον εαυτό σου και τα όριά σου. Αλλά όταν έχεις έρθει αντιμέτωπος με τους μεγαλύτερους φόβους, τότε η ευτυχία μοιάζει με πραγματική ολοκλήρωση. Είναι ένα μεγάλο επίτευγμα.

Ελευθέριε, συνάντησες δυσκολίες σε ένα τόσο απαιτητικό και γρήγορο “multitasking”;
Ε.Β.: Ακούγεται δύσκολο, μα δεν είναι όταν έχεις την πλήρη διάθεση και δοτικότητα των συναδέλφων-συνεργατών. Η μόνη δυσκολία είναι μετά, που αναρωτιέσαι «δηλαδή τώρα τέλειωσε;». Μα δεν το χάρηκα. Σαν καλοκαιρινός έρωτας που συναντάς λίγο πριν επιβιβαστείς στο καράβι της επιστροφής σου.

Ορέστη, σε λίγους μήνες θα αποτελέσεις κομμάτι του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, συμμετέχοντας στην παράσταση «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σταύρου Τσακίρη. Πώς νιώθεις που συμμετέχεις στη σπανιότερα παρουσιαζόμενη τραγωδία του Σοφοκλή;
Ο.Κ.: Δέος και χαρά και ανυπομονησία και προσμονή. Είναι μία ιδιαίτερη τραγωδία και αλήθεια σπανίως παρουσιαζόμενη. Και αυτό νομίζω λόγο του θέματός της. Πρέπει να είσαι καλά συμφιλιωμένος με τον εαυτό σου – και αναφέρομαι στο σκηνοθέτη και τους συντελεστές – για να ασχοληθείς με την ιστορία αυτή, που περιγράφει μια επώδυνη, ιεροτελεστική διαδρομή από  τη ζωή στο θάνατο. Είμαι τυχερός που είμαι κοντά σε μία σπουδαία ομάδα ηθοποιών και μουσικών και που συνεργάζομαι με το Σταύρο Τσακίρη, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, και το Μίνο Μάτσα, που υπογράφει τη μουσική. Στην πραγματικότητα σκηνοθεσία και μουσική λειτουργούν σαν ένα σώμα και αποτελούν προϋπόθεση η μία για την άλλη. Θα είναι μία πολύ ατμοσφαιρική παράσταση δουλεμένη με φροντίδα, προσοχή και αφοσίωση. Νιώθω πολύ τυχερός. Και τώρα τελευταία γίνεται όλο και πιο συνειδητή η αγάπη μου για το θέατρο.

Αυτή την περίοδο πού σας συναντάμε επαγγελματικά;
Ε.Β.: Μετά απ’ όλα αυτά στο θέατρο και άλλα τόσα στην τηλεόραση, θα ακολουθήσει μια επαγγελματική σιέστα. Αν και κάτι λέω να ετοιμάσω φωτογραφικά, κύρια επιθυμία μου είναι να κάνω κάμπινγκ και ηλιοθεραπεία.

Ο.Κ.: Ανεξάρτητα από τον Οιδίποδα επί Κολωνώ, μόλις ολοκλήρωσα μια πειραματική διαδικασία, ένα ντουέτο με το χορογράφο Γιάννη Αντωνίου με τίτλο «Η ακαθόριστη κίνηση της ύπαρξης» και μία περφόρμανς με το μουσικό Δημήτρη Δήμα με τίτλο «Μπορείς να μου δώσεις ένα ποτήρι νερό» στο Trii Art Hub, μια νεοσύστατη γκαλερί στο Κουκάκι. Οι περφόρμανς αυτές θα επαναληφθούν σύντομα. Ταυτόχρονα είμαι σε περίοδο προβών για το Μολυβένιο Στρατιώτη, που ανεβαίνει την επόμενη σεζόν σε μορφή μιούζικαλ στο Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου σε διασκευή και σκηνοθεσία Μαριάννας Τόλη. Τέλος μια σύντομη συνεργασία θα συμβεί στις αρχές του επόμενου μήνα με τον οργανισμό NEON και την Whitechapel gallery, καθώς θα συμμετάσχω στο ετήσιο πρόγραμμα ανταλλαγής επιμελητών, που οργανώνουν από κοινού.

Αν σας ζητούσα να επιλέξετε, τι θα διαλέγατε μεταξύ του θεάτρου, του χορού και του κινηματογράφου; Έχετε δραστηριοποιηθεί και στους τρεις κλάδους;
Ε.Β.: Μου την δίνει να διαλέγω. Όταν έρχεται αυτή η στιγμή, που πρέπει να διαλέξεις αν θα είσαι στην τηλεόραση ή στο θέατρο είναι το χειρότερό μου. Στα τόσα χρόνια πάντως μόνο δύο φορές υπήρχε θέμα χρόνου και έπρεπε να επιλέξω σε ποιον θα πω το μεγάλο ναι και σε ποιον το μεγάλο όχι. Και τις δύο φορές επέλεξα το θέατρο. Όσον αφορά τον κινηματογράφο, έκανα πρόσφατα μια συμμετοχή στην μεγάλου μήκους ταινία “HOLY BOOM” της Μαρίας Λάφη, που είχαμε ξανασυνεργαστεί στα «Σαράντα κύματα» στον ΑΝΤ1. Αλλά πάντα καρτερώ την ώρα εκείνη που θα πάρω τον πρώτο μου μεγάλο ρόλο σε ταινία.

Ο.Κ.: Δεν ξέρω. Προσπαθώ να εντοπίζω στο κάθε ένα από τα παραπάνω αυτό που θα με κάνει καλύτερο άνθρωπο και με αυτό επιλέγω κάθε φορά να καταπιάνομαι. Άλλωστε μπορούν να συνδυαστούν και τα τρία αυτά μαζί. Όπως και άλλες μορφές έκφρασης και προσωπικής αφήγησης. Οπότε γιατί να πρέπει να διαλέξω;

Ελευθέριε, κάνοντας μια αναδρομή στη μέχρι σήμερα πορεία σου, υπάρχουν συνεργασίες ή ρόλοι που θεωρείς ότι σου δίδαξαν σημαντικά πράγματα;
Ε.Β.: Έχω την τύχη και την ευλογία να έχω συνεργαστεί με αξιόλογους σκηνοθέτες και ταλαντούχους συναδέλφους στην μέχρι τώρα πορεία μου στην υποκριτική. Θα τολμήσω όμως να ξεχωρίσω το Θωμά Μοσχόπουλο, που έχουμε συνεργαστεί τρεις φορές, με τελευταία στο έργο «Λίλιομ», στο θέατρο Πόρτα. Ο Θωμάς είναι πολύ ευφυής άνθρωπος, με τεράστιες γνώσεις και απίστευτη μεταδοτικότητα. Έχει μια μέθοδο πάνω στην οποία δουλεύει και δίνει τόσα εργαλεία δουλειάς στους ηθοποιούς, που είναι χρήσιμα σε κάθε περίσταση. Είναι ένας άνθρωπος που δεν χαρίζεται, δεν κάνει εκπτώσεις και θα σε χτυπήσει σαν χταπόδι, μέχρι να καταφέρεις το ακατόρθωτο. Του οφείλω σαν άνθρωπος και σαν καλλιτέχνης.

Σχετικά με τις κριτικές που γράφονται, πώς τις εκλαμβάνεις και τι εισπράττεις από καθεμιά – είτε καλή, είτε κακή;
Ε.Β.: Η κριτική είναι αναπόφευκτη. Άλλοτε έρχεται σαν ανθοδέσμη ευωδιαστή και άλλοτε σαν πέλεκυς δήμιου. Είμαι προετοιμασμένος γι’ αυτό. Θα διαβάσω ή θα ακούσω μια κριτική με απόλυτο σεβασμό. Δεν αεροβατώ με τις καλές δεν συνθλίβομαι με τις αρνητικές. Ό,τι αίσθημα μου γεννάει η κριτική είναι στιγμιαίο. Αφαιρώ το πρόσημο – θετικό ή αρνητικό – και μένω στην ουσία. Όσο για τις σχέσεις του ζώντος κριτικού με το ζώντα δημιουργό, όπως έχει πει ο Βασίλης Ραφαηλίδης, αυτό είναι μια θλιβερή ιστορία, που καλύτερα να κάνουμε πως δεν την ξέρουμε.

Ο.Κ.: Δεν διαβάζω κριτικές. Είτε καλές είτε όχι, μου προκαλούν τρομερή ταραχή. Γιατί να το κάνω αυτό στον εαυτό μου;

Θεωρείτε πως ο καλλιτεχνικός χώρος στην Ελλάδα είναι προβληματικός; Δημιουργείται μια συνολική προχειρότητα εξαιτίας αυτού; Πώς το βλέπετε εσείς εκ των έσω;
Ε.Β.: Δεν θεωρώ προβληματικό τον καλλιτεχνικό χώρο στην Ελλάδα μα την ίδια την Ελλάδα ως κράτος συγκαμένο και δυσκοίλιο. Όλοι παλεύουμε για κάτι. Οι παραγωγοί για ένα εισπρακτικό αποτέλεσμα, οι δημιουργοί για ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Θα ανταμειφθείς στο βαθμό που κόπιασες. Η προχειρότητα είναι ο εχθρός κάθε τέχνης. Δεν έχω συμμετάσχει σε πρόχειρες δουλειές, γιατί έχω φύγει από πρόχειρες δουλειές.

Ο.Κ.: Ο καλλιτεχνικός χώρος σε παγκόσμιο επίπεδο είναι προβληματικός. Η τέχνη σαν φιλοσοφική, αισθητική και δημιουργική απόρροια του ανθρώπου είναι προβληματική. Κρύβει μέσα της ένα τεράστιο εγώ. Πώς να μην είναι λοιπόν. Αλλά στην Ελλάδα τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα. Τα τεράστια εγώ τις περισσότερες φορές επιλέγουν να παράγουν έργο καλλιτεχνικού χαρακτήρα χωρίς κανένα στόχο και όραμα λειτουργώντας κοντόφθαλμα, επιδερμικά και ναρκισσιστικά. Παράλληλα, η οικονομική κατάσταση δεν ευνοεί τον πολιτισμό και την εξέλιξή του κάνοντας διαρκώς εκπτώσεις που αποδυναμώνουν το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Τέλος αυτό που θεωρώ και το πιο σοβαρό είναι η έλλειψη παιδείας. Και δεν αναφέρομαι στην γνώση, αλλά στην εσωτερική διεργασία που έχει να κάνει με τον σεβασμό και την ευγένεια, την αγάπη και την ανθρωπιά. Για μένα αυτή είναι η προχειρότητα, η μη ανθρωπιά. Έτσι το βλέπω εγώ.

Υπάρχουν συνεργασίες ή δουλειές για την πραγμάτωση των οποίων έχεις μετανιώσει;
Ε.Β.: Δεν ήταν όλα ρόδινα και ιδανικά πλασμένα στην μέχρι τώρα πορεία μου, και διαφωνίες είχα και συγκρούσεις δημιουργήθηκαν είτε με σκηνοθέτη ή με συνάδελφο, είτε με κάποιον παραγωγό. Δεν δίστασα να κλείσω πόρτα, όταν είδα ότι δεν με ενδιαφέρει αυτή η πόρτα να μείνει ανοιχτή. Δεν μετανιώνω και δεν ντρέπομαι για τίποτα. Δεν κατηγορώ κανέναν και πόσο μάλλον τον εαυτό μου. Δεν αντέχω τη μεμψιμοιρία, ανάλαφρος βαδίζω μπροστά.

Ο.Κ.: Παλιότερα θα σου απαντούσα όχι. Τώρα πια ύστερα από σκέψη θα σου πω ναι. Ξόδεψα πολύ χρόνο και ενέργεια για συνεργασίες που δεν με αφορούσαν πραγματικά και που τελικά δεν μου άφησαν κανένα αποτύπωμα. Με οδήγησαν όμως στη συνειδητοποίηση αυτού. Οπότε κάπως ισορροπούν τα πράγματα μέσα μου. Κάτι έχασα και κάτι κέρδισα. Και μόνο το βίωμα με κάνει να βγαίνω κερδισμένος.

Πώς θα αξιολογούσατε το νέο «κύμα» ηθοποιών; Βλέπετε ανερχόμενα ταλέντα στην υποκριτική;
Ε.Β.: Βλέπω σε αρκετές παραστάσεις νέους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς από μένα και τους θαυμάζω απεριόριστα. Το ταλέντο είναι κάτι που με συγκινεί.

Ο.Κ.: Εννοείται. Και με πολλά συνεργάζομαι ήδη. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί. Και δεν θα σταματήσουν ποτέ να εμφανίζονται, γιατί σαν λαός έχουμε παρακαταθήκη μια μεγάλη καλλιτεχνική κληρονομιά και μια θεατρική ιστορία καταγεγραμμένη στα κύτταρά μας. Έχουμε παράδοση στο θέατρο. Και οι νέοι είναι αυτοί που θα την διατηρήσουν και το κάνουν απλόχερα.

Πέραν της καλλιτεχνικής φύσης που έχετε ήδη προβάλλει στο κοινό, κρύβετε κι άλλες εκφάνσεις της;
Ε.Β.: Δεν είναι εντελώς κρυφή η ενασχόλησή μου με τη φωτογραφία. Όταν μπουχτίζω από το μίλα μίλα στο θέατρο, ταξιδεύω και εκφράζομαι σιωπηλός μέσα από το φωτογραφικό μου φακό. Έχω ήδη κάνει δύο εκθέσεις φωτογραφίας, αλλά το τελευταίο διάστημα φτιάχνω cart postal και σελιδοδείκτες με φωτογραφίες δικές μου. Δείγμα δουλειάς ανεβάζω στον προσωπικό μου λογαριασμό στο instagram. Ας αναφέρω όμως και κάτι περισσότερο κρυφό, είμαι καλός μάγειρας και φτιάχνω εξαιρετικό σούσι.

Ο.Κ.: Μάλλον αυτή μου κρύβει πράγματα και όχι εγώ.

Υπάρχουν μελλοντικά σχέδια, που θα θέλατε να μοιραστείτε;
Ε.Β.: Τον Σεπτέμβρη θα επαναλάβουμε την παράσταση “Mon Petit Prince” στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Για την ώρα είναι το μόνο ανακοινώσιμο.

Ο.Κ.: Όταν ο άνθρωπος κάνει σχέδια, ο Θεός γελάει. Έχω πολλή όρεξη για έρευνα και πείραμα και περιμένω την κατάλληλη στιγμή να μπουν όλα στη σωστή λειτουργία. Δεν θέλω να σχεδιάζω ακριβώς. Είναι σαν να προδικάζω μια κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχουν τόσο τρελές και παράξενες πιθανότητες, που θα ήταν κρίμα να τις έχω ήδη σχηματίσει. Αλλά όνειρα και σκέψεις ναι, πολλά, ατελείωτα. Που περιμένω και ελπίζω να συμβούν.

DIDÉE.GR