Ο ηθοποιός Αναστάσης Ροϊλός, μιλά για θέατρο & τηλεόραση, για αξίες, διαφορετικότητα, για τα επόμενα βήματά του & για τα μαθήματα ζωής που έχει πάρει μέχρι σήμερα.
• PHOTOGRAPHY: IOANNA CHATZIANDREOU
• OUTFIT: DIMITRIS PETROU
• LOC: ILIOS RESTAURANT
• INTERVIEW: KATERINA GIOGAKI
Έχω διαβάσει ότι όταν ήσουν μαθητής ήθελες να ασχοληθείς με την ψυχολογία αλλά προέκυψε η υποκριτική. Πιστεύεις ότι υπάρχουν κοινά ανάμεσα σε αυτά τα δυο;
Υπάρχουν κοινά, όχι βέβαια στις σχολές ή στα επαγγέλματα του ψυχολόγου και του ηθοποιού καθαυτά. Το θέατρο και η ψυχολογία συνδιαλέγονται σε επίπεδο επιστημονικό (αν αφήσουμε το καλλιτεχνικό κομμάτι για λίγο στην άκρη). Το θέατρο αντλεί και επηρεάζεται από τις ανακαλύψεις της Ψυχολογίας. Τρανταχτό παράδειγμα ο μοντέρνος ρεαλισμός (Ίψεν, Τσέχωφ, κ.α.) που αναπτύχθηκε παράλληλα με τις θεωρίες του Φρόυντ και απαντούσε στην κοινωνική ανάγκη για εξερεύνηση του πνευματικού και ψυχικού μας κόσμου που είχε γεννηθεί εκείνη την εποχή. Και πέρα από την συγγραφή θεάτρου επηρέασε φυσικά και την υποκριτική, βλέπε Μέθοδο Στανισλάφσκι που βασίστηκε πάνω στη “μνήμη”, στο “τραύμα” και άλλα ψυχολογικά φαινόμενα.
Ένας ηθοποιός, πότε νιώθει ότι εξελίσσεται, ότι κάνει βήματα μπροστά;
Κάθε ρόλος που αναλαμβάνει τον πηγαίνει κι ένα βήμα παραπέρα. Μέσα από την προσωπική δουλειά και τη συνεργασία προχωράμε. Γινόμαστε καλύτεροι ανεβάζοντας τον πήχη στον εαυτό μας, προσπαθώντας να βγαίνουμε από τις ευκολίες μας και την ασφάλειά μας.
Έχεις αναθεωρήσει στόχους και προτεραιότητες στη διάρκεια της πορείας σου στη υποκριτική;
Αρκετά συχνά. Η αναθεώρηση στόχων και προτεραιοτήτων είναι κομμάτι της πορείας ούτως ή άλλως. Καθώς προχωράς, αλλάζεις και -στην καλή περίπτωση- εξελίσσεσαι. Βάζεις, λοιπόν, νέους στόχους είτε γιατί έχεις πετύχει κάποιους και πρέπει να μπουν άλλοι στη θέση τους είτε γιατί κάποια νέα γνώση άλλαξε τα δεδομένα σου και θέλεις ή πρέπει να στοχεύσεις αλλού.
Η συμμετοχή σου στη σειρά «Άγριες Μέλισσες», διαφοροποίησε τις αποφάσεις σε ότι έχει να κάνει με τα επαγγελματικά σου λόγω υπέρμετρης αναγνωρισιμότητας;
Αισθάνομαι πως όχι, και νομίζω πως φαίνεται και από τις επαγγελματικές μου επιλογές για το 2020-2021. Η αναγνωρισιμότητα στο επάγγελμά μας είναι κάτι πολύ καλό. Το ότι δεν θα άλλαζα κριτήρια και δεν θα επαναπαυόμουν ήταν το ίδιο ξεκάθαρο μέσα μου από την πρώτη ανάγνωση του σεναρίου των Μελισσών όσο είναι και τώρα, έναν χρόνο μετά την επιτυχία τους και την αγάπη που πήραν από το κοινό.
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείς προκειμένου το «παίξιμό» σου να είναι «φυσικό»; Κάνεις πρόβες μόνος ή μόνο με τις παρουσίες σεναριογράφου και σκηνοθέτη;
Οι πρόβες, και ειδικά παρουσία σεναριογράφου και σκηνοθέτη θα ήταν ίσως το ιδανικότερο πλαίσιο, αλλά είναι αδύνατο στους ρυθμούς που έχει ένα σήριαλ που προβάλλεται καθημερινά. Δεν είναι όπως το θέατρο. Η συνθήκη είναι πολύ διαφορετική οπότε ενεργοποιούνται άλλοι μηχανισμοί μέσα μας για την προετοιμασία και τη δουλειά στο set. Προετοιμάζεσαι όσο καλύτερα μπορείς μόνος σου στον λίγο χρόνο που έχεις, και την ώρα του γυρίσματος είσαι εκεί, παρών με το 100% σου, για όλους τους συνεργάτες που βρίσκονται μπροστά και πίσω από τις κάμερες.
Δεν προσπαθώ να είμαι «φυσικός», προσπαθώ να είμαι «εκεί».
Υπάρχουν όρια στην υποκριτική; Αν όχι, πόσο εύκολο είναι να είναι ένας ηθοποιός εύπλαστος; Έχει να κάνει με το ταλέντο ή είναι κάτι που αποκτάς με τα χρόνια;
Μπορώ να καταλάβω το ταλέντο ως κλίση σε κάτι, από εκεί και πέρα η πρόοδος εξαρτάται από τη σκληρή δουλειά και μόνο. Έτσι διευρύνονται τα όρια. Η υποκριτική είναι δια βίου μάθηση. Κρατάω την εξής φράση που άκουσα στη σχολή “ηθοποιός γίνεσαι πολύ μετά”. Τα 11 χρόνια, που γράφω χιλιόμετρα στο επάγγελμα είναι πολύ λίγα για να έχω όλες τις απαντήσεις. Γι’ αυτό που θέλω εγώ να χτίσω τουλάχιστον. Άλλος μπορεί με 5 παραστάσεις και μία τηλεοπτική σειρά να τα ξέρει όλα. Για μένα δεν είναι έτσι.
Πέρα από την υποκριτική θα ήθελες να καταπιαστείς με κάτι άλλο π.χ. σενάριο ή σκηνοθεσία;
Θαυμάζω τους ανθρώπους που γράφουν και μπορούν βάζοντας λέξεις στη σειρά να σε συγκινήσουν, να σε κάνουν να ταυτιστείς, να ξεκλειδώσεις κάτι μέσα σου που δεν ήξερες πως είχες ή -στην περίπτωση του αναγνώστη/ηθοποιού- να σε κάνει να πεις «αυτό θέλω να το παίξω, να το μοιραστώ». Μου φαίνεται βουνό. Δεν κοιτάω καν προς αυτή την κατεύθυνση. Η σκηνοθεσία όμως πάντα με ενδιέφερε και ίσως κάποια στιγμή κινηθώ και προς τα κει, όταν νιώσω πως είναι η ώρα.
Οι δυο αγάπες σου, πέρα από την υποκριτική είναι η ξιφασκία και οι μηχανές. Υπάρχει χρόνος για αυτές στην καθημερινότητα σου;
Το καλοκαίρι βρήκα λίγο χρόνο να ασχοληθώ με την καλή μου που την είχα παραμελήσει, ειδικά μετά από μία γερή πτώση που είχαμε τον Δεκέμβρη. Είναι η παρέα μου στις καθημερινές διαδρομές στο “σπίτι-στούντιο-θέατρο και πίσω” οπότε δεν την έχω στερηθεί καθόλου. Ξίφος, από την άλλη, έχω να πιάσω έναν ολόκληρο χρόνο αλλά πού θα μου πάει.
Αν έχεις ένα μικρό κενό μεταξύ γυρισμάτων και προβών, πως επιλέγεις να το γεμίσεις;
Θα πάω απλώς στην επόμενη δουλειά χωρίς να τρέχω, ίσως μιλήσω στο τηλέφωνο, θα διαβάσω λόγια, θα φάω ή θα κλείσω τα μάτια μου για κανένα τέταρτο.
Τι είναι, κατά τη γνώμη σου, αυτό που δυναμώνει έναν άνθρωπο στην πορεία της ζωής του;
Θα πω η συνειδητοποίηση πως είμαστε σημαντικοί αλλά παράλληλα δεν είμαστε τίποτα. Γιατί αυτό σου δίνει δύναμη να προσπαθείς να υπερβείς τον εαυτό σου και παράλληλα σε κρατάει γειωμένο.
Τι σου έμαθαν τα παιδικά- εφηβικά σου χρόνια;
Να στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις. Κάτι που όσο μεγαλώνω όμως το καταρρίπτω γιατί μόνος σου δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα σημαντικό. Βέβαια παραμένω και παιδί και έφηβος οπότε έχουν ακόμη πολλά να μού μάθουν!
Αυτό που σου δίνει δύναμη να προσπαθείς να υπερβείς τον εαυτό σου, παράλληλα σε κρατάει γειωμένο.
Πες μου τρια βασικά χαρακτηριστικά σου και άλλα τρια που θαυμάζεις στους ανθρώπους.
Υπομονή, πειθαρχία και κάνω εξαιρετική κοτόσουπα. Στους ανθρώπους μού αρέσει η ευγένεια, η μετριοφροσύνη και το θάρρος. Θαυμάζω όμως την ενσυναίσθηση, την οξεία αντίληψη και την κατανόηση που, συνήθως, έχουν μόνο κάποιοι πολύ πνευματικοί άνθρωποι.
Πιστεύεις ότι έχουν γίνει βήματα, στην Ελλάδα και παγκοσμίως, ως προς το θέμα της αποδοχής της διαφορετικότητας ή νιώθεις ότι ο πλανήτης πρέπει να δουλέψει ακόμη πάνω σε αυτό;
Δυστυχώς και μόνο που το συζητάμε σημαίνει ότι έχουμε ακόμη πολύ δρόμο. Ο καλλιτεχνικός χώρος είναι ένα κατεξοχήν καταφύγιο της διαφορετικότητας αλλά και φωνή υπέρ της. Όσα έργα όμως κι αν γραφτούν, όσα τραγούδια, όσες παραστάσεις κι αν παιχτούν κι όσες ταινίες τελικά φοβάμαι πως το μήνυμα το παίρνουν μόνο όσοι είναι ήδη έτοιμοι να το καταλάβουν. Τους υπόλοιπους πώς τους φτάνεις; Πώς να φυτέψεις μέσα τους τον σεβασμό απέναντι στον συνάνθρωπο;
Διανύουμε μια χρονιά την οποία θα χαρακτηρίζαμε επιεικώς διαφορετική. Πόσο και πως σε έχει επηρεάσει η περίοδος αυτή;
Είναι δύσκολη περίοδος για όλους μας. Έχουν διαταραχθεί οι ισορροπίες σε πολλά επίπεδα της καθημερινότητάς μας. Είμαι ευγνώμων που έχω υγεία μου και όσα χρειάζομαι ώστε να μπορώ να παλεύω για τους στόχους μου. Προσωπικά, παίρνω τα πράγματα χαλαρά, ίσως και λόγω καταγωγής. Πιστεύω πως αντιμετωπίζοντας τη δυσκολία με τόλμη, κάνοντας το καλύτερο που μπορούμε, τελικά θα γίνει και το καλύτερο. «Στο τέλος όλα θα πάνε καλά, αν δεν πάνε καλά δεν είναι το τέλος» (sic).
Ο καλλιτεχνικός χώρος είναι ένα κατεξοχήν καταφύγιο της διαφορετικότητας αλλά και φωνή υπέρ της.
Ας πάμε τώρα στο what is next for you. Θα είσαι ένας από τους πρωταγωνιστές της παράστασης «Φαίδρα» σε έναν νέο χώρο υπό τη σκηνοθετική κατεύθυνση του Δημήτρη Καρατζά. Θέλεις να μας πεις λίγα λόγια για το επόμενο αυτό βήμα;
Ο χώρος είναι το ανανεωμένο Θέατρο Προσκήνιο, ένας πολύ ζεστός χώρος και μία συνεργασία που την χαίρομαι πολύ. Έχοντας μείνει για πρώτη πρώτη φορά τόσο καιρό -έναν ολόκληρο χρόνο- μακριά από τη σκηνή είχα μεγάλη ανάγκη για μία δουλειά σε βάθος πάνω στον λόγο και το σώμα. Έχουμε ήδη ένα μήνα που δουλεύουμε και μένει ένας ακόμη μέχρι την πρεμιέρα. Λέω ένας ελπίζοντας πως θα παρθούν τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση του COVID (λέω κατάλληλα, έναντι κάποιου “τσουβαλιαστικού” ολικού κλεισίματος) και θα ανεβούμε 5 Νοέμβρη.
Η εν λόγω παράσταση έχει, κατά τη γνώμη σου, μια δυσκολία παραπάνω, δεδομένου ότι είναι ένα κείμενο γραμμένο από μια ποιήτρια που προοριζόταν ίσως περισσότερο για ανάγνωση παρά για να παίζεται επί σκηνής;
Υποθέτω ότι το 1928 που έγραψε τη Φαίδρα η Μαρίνα Τσβετάγιεβα δεν μπορούσε να φανταστεί πώς θα μπορούσε το ποιητικό αυτό κείμενο να ανέβει στη σκηνή. Τα τελευταία χρόνια όμως δεν είναι λίγα τα μυθιστορήματα και τα ποιήματα που έπειτα από δραματουργική επεξεργασία και με την κατάλληλη σκηνοθεσία έχουν χρησιμοποιηθεί στο θέατρο. Η διαδικασία μέχρι να καταλήξεις στο τελικό κείμενο της παράστασης και να βρεις τις δράσεις -που ένα θεατρικό τις έχει έτοιμες- είναι κάποιες από τις επιπλέον δυσκολίες του εγχειρήματος.
Ποια η άποψη σου για το ελληνικό κοινό; Αγκαλιάζει το διαφορετικό; Έχει την εμπειρία να αναγνωρίζει μια καλή δουλειά;
Φυσικά. Πιστεύω ότι για να πας στο θέατρο έχεις ήδη μία προδιάθεση, μία αναζήτηση. Το κοινό που έρχεται στο θέατρο έρχεται για να καλύψει μία πνευματική ανάγκη. Τα κριτήριά του και η αντίληψή του γύρω από το σκηνικό γεγονός αναπτύσσονται και οξύνονται παράσταση την παράσταση. Γι’ αυτό κι εμείς δουλεύουμε σε βάθος ώστε το “τελικό -πολιτιστικό- προϊόν” να πάει τον θεατή ένα βήμα πιο πέρα όπως πήγε κι εμάς.