Quantcast

Ζήσης Παπαμίχος: Η σύγχρονη ματιά στην ελληνική αρχιτεκτονική

Φωτογραφίζει ο Γιάννης Φράγκος 
Loc: JuJu Bar Restaurant, Λεωφ. Βασιλέως Αλεξάνδρου 2, Αθήνα

Ο αρχιτέκτονας Ζήσης Παπαμίχος μιλά για τη φιλοσοφία της ZitaTeam και αναλύει τις σκέψεις του για αισθητική, διαχρονικότητα, αρχιτεκτονική κουλτούρα και εξέλιξη.

Γνώρισέ μας την ZitaTeam. Πές μας για τη φιλοσοφία, το στυλ, το όραμα και τα πρότζεκτ που αναλαμβάνεις εσύ και η ομάδα σου.
Το Αρχιτεκτονικό γραφείο Ζήσης Παπαμίχος Αρχιτέκτονες και Συνεργάτες ιδρύθηκε το 2006 και φέτος διανύει μια μικρή πορεία 13 χρόνων. Το όνομα zitateam επιλέχθηκε κυρίως σαν domain name για διαδικτυακή χρήση του website του γραφείου. To γραφείο εξειδικεύεται στον σχεδιασμό χώρων υγειονομικού ενδιαφέροντος (ξενοδοχεία- bar – café – εστιατόρια). Η αγάπη μας για το θέατρο μας έχει οδηγήσει και στην σκηνογραφία, με αρκετά σκηνικά για θέατρα αλλά και live εμφανίσεις (stage design). Η φιλοσοφία του γραφείου είναι μια συνεχής δημιουργία επιτυχημένων επαγγελματικών χώρων. Το όραμά μας επικεντρώνεται στον σχεδιασμό ενός επιτυχημένου concept και όχι στο σχεδιασμό ενός όμορφου και μοδάτου concept. Εκτός από την επιτυχία μας ενδιαφέρει και η διάρκεια της στο πέρασμα του χρόνου. Πολλά από τα project μας κλείνουν σχεδόν μια δεκαετία ζωής χωρίς την παραμικρή παρέμβαση, παραμένοντας όπως σχεδιάστηκαν από εμάς εξαρχής. Ο στόχος του γραφείου είναι η διαχρονικότητα του εκάστοτε project.

Τι μπορεί να είναι πρόκληση για σένα και για τους συνεργάτες σου;
Το κάθε project αποτελεί μια ειδική πρόκληση από μόνο του. Τα πιο δύσκολα project είναι αυτά που καλούμαστε να επανασχεδιάσουμε ένα concept το οποίο ήδη διανύει μια επιτυχία πορεία, προσπαθώντας να το αναβαθμίσουμε εντάσσοντάς το στην αισθητική της εποχής που διανύουμε.

Έχεις γεννηθεί και έχεις σπουδάσει στη Θεσσαλονίκη. Πως και γιατί έκανες το βήμα να μετακομίσεις στην Αθήνα; Πως βιώνεις το μοίρασμά σου στις δυο αυτές πόλεις;
Η μεταφορά της έδρας μου στην Αθήνα προέκυψε όταν το 2012 έπρεπε να επιβλέψω 3 μεγάλες και απαιτητικές δουλειές στην Αθήνα, μία εκ των οποίων ήταν το Soleto στη Γλυφάδα. Τα project ήταν πολύ απαιτητικά και ήταν επιτακτική η ανάγκη της καθημερινής παρακολούθησής τους. Η τελική εικόνα και η επιτυχία του Soleto στη Γλυφάδα πυροδότησε την έλευση των πολλών project που ακολούθησαν στην Αθήνα , οπότε για αυτό και μεταφέρθηκε η έδρα του γραφείου στην Αθήνα . Παρ’όλα αυτά δεν εγκατέλειψα ποτέ την πόλη από την οποία ξεκίνησα. Βρίσκομαι σε εβδομαδιαία βάση στην Θεσσαλονίκη για project  που αναλαμβάνουμε σαν γραφείο. Η επίσκεψή μου στην Θεσσαλονίκη με γεμίζει κάθε φορά χαρά, γιατί είναι ο τόπος που μεγάλωσα, ξεκίνησα το πρώτο μου γραφείο, διατηρώ τις σχέσεις μου με τους ανθρώπους που μεγάλωσα μαζί τους και με στηρίζει επαγγελματικά τα τελευταία 15 χρόνια.

Μίλησε μας για τα αρχιτεκτονικά πάθη σου. Τι σε εξιτάρει στο αστικό περιβάλλον της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και σε μια αγαπημένη σου ευρωπαϊκή πόλη.
Αρχιτεκτονικά πάθη δεν έχω. Απλά αγαπώ πάρα πολύ αυτό που κάνω, διασκεδάζω τόσο πολύ όταν δημιουργώ σε σημείο να ξεχνάω να επιστρέψω σπίτι. Μου αρέσουν οι καθαρές μορφές, τα απλά γεωμετρικά σχήματα, οι σωστές αναλογίες και τα ζεστά υλικά. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη είναι δύο μεγάλα αστικά κέντρα, με πολλές κοινές αναφορές. Πρακτικά – για μένα – η Αθήνα είναι αρκετές Θεσσαλονίκες που βρίσκονται απλά πολύ κοντά. Αντιμετωπίζω την κάθε περιοχή σαν ξεχωριστική ενότητα , ανάλογα από την αισθητική,τη θέση και τη δυναμική του κόσμου. Διαφορετικά αντιμετωπίζουμε ένα κατάστημα στη Γλυφάδα και διαφορετικά κάποιο στον Πειραιά ή αντίστοιχα στο κέντρο της Αθήνας. Η γειτονιά ορίζει τα πρώτα δεδομένα του κάθε project.

Όταν αναλαμβάνεις ένα νέο πρότζεκτ, ποια είναι η πηγή έμπνευσής σου και πως οραματίζεσαι το αποτέλεσμα;
Η πρώτη πηγή έμπνευσής μου είναι ο εργοδότης του κάθε project. Αντιμετωπίζω την κάθε νέα δουλειά σαν ένα νέο ρούχο που θα το φορέσει πρώτος ο ιδιοκτήτης του. Περνάω πολλές ώρες γνωρίζοντας πρώτα τον εργοδότη και ιδιοκτήτη του νέου project και μετά πιάνουμε μολύβια και υπολογιστές στα χέρια μας. Προσπαθώ να μάθω για αυτόν όσο περισσότερα γίνεται, τι του αρέσει, ποιοι είναι οι φίλοι του, ποια μουσική του αρέσει, ποιο είναι το στυλ του. Το κάθε project πρέπει να είναι στα «μέτρα» του ιδιοκτήτη του. Ούτε μεγαλύτερο, αλλά ούτε μικρότερο από αυτόν. Πρέπει να του ταιριάζει, να νιώθει άνετα μέσα στο νέο χώρο, γιατί αυτός θα του δώσει ζωή γεμίζοντάς το με κόσμο. Αν δει κανείς δουλειές μου, δε θα συναντήσει ούτε μία που είναι ίδια με την άλλη. Είναι όλες διαφορετικές μεταξύ τους, γιατί η κάθεμια έχει σχεδιαστεί «sur mesure».

Επηρεάζεσαι από τις “τάσεις”;
Μισώ τις τάσεις. Προσπαθώ να συνθέτω πάντα με γνώμονα της απαιτήσεις του κάθε project. Σαφώς θα ταξιδέψω και θα αναζητήσω στο διαδίκτυο εικόνες και φωτογραφίες για να εμπνευστώ ή να πάρω μια κατεύθυνση, αλλά το κριτήριό μου ξεκινά και τελειώνει στις ανάγκες του κάθε concept  και όχι στο «τι είναι στη μόδα». Άλλωστε η μόδα αντιγράφεται από πολλούς, τόσο πολύ που στο τέλος ξεφτίζει και τελικώς ευτελίζεται. Η «τάση» μου είναι να δημιουργώ διαχρονικούς χώρους, που ο κόσμος θα περνάει όμορφα, θα νιώθει οικειότητα και θα θέλει να ξαναπάει. Αγαπώ τη θέρμη και την ατμόσφαιρα στους χώρους που δημιουργώ.

Δεν με ενδιαφέρουν τα βραβεία design, ούτε να σχεδιάζω κάτι απλά για να είμαι μέσα στις “τάσεις”.

Υπάρχουν πια οραματιστές; Επαγγελματίες και πελάτες.
Υπάρχουν αρκετοί πελάτες στο γραφείο μου, που είναι πραγματικοί οραματιστές. Οσφρίζονται την ανάγκη του κόσμου, το κενό στην αγορά και έρχονται σε μένα περιγράφοντας το όραμά τους, αναθέτοντάς μου να το μεταφράσω σε εικόνα. Συνήθως έτσι ξεκινούν τα περισσότερα project. Από έναν οραματιστή εργοδότη.

Πολλά γνωστά και βραβευμένα εστιατόρια φέρουν την αρχιτεκτονική σου υπογραφή. Μπορείς να μας μιλήσεις για αυτά που ξεχωρίζεις; Γι αυτά που ουσιαστικά θεωρείς ότι έχεις υπερβεί τον εαυτό σου.
Μου είναι δύσκολα να ξεχωρίσω κάποιο από τα project  που έχουν σχεδιαστεί από το γραφείο μου. Σα να ζητάς από κάποιον γονιό να σου πει αν ξεχωρίζει κάποιο από τα παιδιά του. Μπορώ να ξεχωρίσω το συναίσθημα της στιγμής που ολοκληρώνεται κάποιο νέο project. Η χαρά μου – εκείνης της στιγμής- δεν περιγράφεται με λόγια. Η ευγνωμοσύνη που υπάρχει στα μάτια  του εργοδότη, τη στιγμή της παράδοσης ενός έργου , είναι η καλύτερη ανταμοιβή. Πάντως η πολύ μεγάλη επιτυχία ορισμένων project, όπως για παράδειγμα τα σκηνικά για τον Γιώργο Μαζωνάκη φέτος στο Έναστρον, σε σκηνοθεσία του Κων.Ρήγου, το Μαμαλούκα στη Θεσσαλονίκη, το Piu Verde στου Παπάγου, το Soleto στη Γλυφάδα θα μπορούσα να πω πως είναι ψηλά σε σχέση με τα υπόλοιπα. Επίσης, κοιτώντας πίσω στο παρελθόν, και ανακαλώντας στη μνήμη μου, το βαθμό δυσκολίας , για το επίπεδο στο οποίο βρισκόμουν τότε λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, μπορώ να αναφέρω με σιγουριά πως το ξενοδοχείο Montanema Handmade Village στη Λίμνη Πλαστήρα ήταν από τα πιο δύσκολα και μεγάλα έργα που έχω αναλάβει. Το Club Vogue στη Θεσσαλονίκη, με τις κυλιόμενες σκάλες στην είσοδο, επίσης θεωρώ πως ήταν από τις πιο ξεχωριστές δουλειές μου – σε ηλικία μόλις 27 χρόνων τότε.

Θεωρείς πως υπάρχει καλαισθησία γύρω μας; Είτε σε νέα κτίρια και έργα είτε στα πολύ απλά συμπληρωματικά στοιχεία της Αθήνας.
Θεωρώ πως η καλαισθησία είναι υποκειμενική. Άλλος λατρεύει το μίνιμαλ, ενώ κάποιος άλλος το σιχαίνεται. Σε άλλους αρέσουν οι φουτουριστικές φόρμες, ενώ κάποιοι παραμένουν πιστοί σε παραδοσιακές γραμμές και σχήματα. Ο καθένας έχει το προσωπικό του γούστο. Και αυτό το μωσαϊκό της διαφορετικότητας είναι που δίνει την ομορφιά που μας περιβάλλει. Δυστυχώς είμαστε κληρονόμοι μια εποχής που η κοινωνία ζήτησε να σχεδιαστούν τα νέα αστικά κέντρα από ανθρώπους αναρμόδιους σχεδιασμού και με καμία παιδεία ή σπουδή αισθητικής. Η αντιπαροχή έδωσε την δυνατότητα να γκρεμιστούν στολίδια της αρχιτεκτονικής κουλτούρας μας, θυσιάζοντας -στο βωμό του κέρδους και της ταχύτητας- την καλαισθησία και το στυλ. Όλες οι πόλεις που ανοικοδομήθηκαν μετά το 60 είναι ολόιδιες, γεμάτες από πολυκατοικίες χωρίς καμία αρχιτεκτονική, απόρροια της δυνατότητας σχεδιασμού από μηχανικούς που δεν ήταν αρχιτέκτονες. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια, επαναπροσδιορίστηκε η εμπιστοσύνη και η αναδοχή σε αρχιτέκτονες για τον σχεδιασμό νέων κτιρίων με εξαιρετικά δείγματα ελληνικής αρχιτεκτονικής που ανταγωνίζονται σε πρωτοτυπία και λειτουργικότητα μεγάλους καταξιωμένους αρχιτέκτονες.

Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα για έναν αρχιτέκτονα;
Ο εαυτός του. Ή για να το πω καλύτερα, η ματαιοδοξία που διδάσκεται στη σχολή. Πολλοί συνάδελφοι θέλουν να καταξιωθούν στο χώρο, να αφήσουν το στίγμα τους στην αρχιτεκτονική ιστορία του τόπου, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, όσο το δυνατόν πιο ηχηρά. Το αποτέλεσμα αυτού είναι ο χωρίς λογική υπερσχεδιασμός, με κύριο γνώμονα την πρόκληση του εντυπωσιασμού, κυνηγούν δημοσιεύσεις, διεκδικούν βραβεύσεις, με σκοπό να γίνουν γνωστοί στο αρχιτεκτονικό στερέωμα του τόπου.

Έχουμε αρχιτεκτονική κουλτούρα οι Έλληνες;
Φυσικά και έχουμε αρχιτεκτονική κουλτούρα. Μας την θυμίζουν τα μνημεία που υπάρχουν ακόμη γύρω μας. Ο Παρθενώνας, οι εκκλησίες του τόπου, οι παλιές αστικές κατοικίες της πόλης, ακόμη και η μεταπολεμικές πολυκατοικίες του Κολωνακίου που έχουν έναν συγκεκριμένο ρυθμό μας το υπενθυμίζουν. Έχουμε καταφέρει παρά τη βίαιη διακοπή της Αρχιτεκτονικής μας κουλτούρας κατα την τουρκοκρατίας, η οποία και αυτή άφησε το στίγμα της με τον τρόπο της , να επαναπροσδιορίσουμε την αρχιτεκτονική μας ταυτότητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα νησιά τα οποία έχουν σχεδόν ανοικοδομηθεί εκ νέου τα τελευταία 20 χρόνια, συνεχίζοντας και σεβόμενοι την αρχιτεκτονική κληρονομιά του τόπου.

Θεωρείς πως όσο εξασκούμε τη ματιά μας στην αρχιτεκτονική, μαθαίνουμε να εκτιμούμε το καλό;
Η εξάσκηση της ματιά μας πιστεύω πως γίνεται σε πολλά πράγματα. Από μια επίδειξη μόδας, μια έκθεση ζωγραφικής, ακόμη και μέσω της μουσικής. Η αρχιτεκτονική είναι τέχνη,απλώς είναι τέχνη μεγάλης κλίμακας. Σαφώς η οποιαδήποτε εξάσκηση με κάποιο από τα είδη της τέχνης μας βοηθά να εκτιμούμε το καλό. Περισσότερη η αρχιτεκτονική γιατί χρησιμοποιεί αναλογίες , με σκοπό το τελικό αποτέλεσμα να είναι όμορφο και καλαίσθητο. Ο Παρθενώνας για παράδειγμα ήταν επιτομή της εφαρμογής της Χρυσής Τομής , με αναλογίες ύψους προς πλάτος που αγγίζουν το τέλειο. Δεν είναι τυχαίο πως οι αναλογίες των σωμάτων από τα ανθρώπινα μοντέλα που χρησιμοποιούνται στις επιδείξεις μόδας, βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία και πολύ κοντά στις αναλογίες της Χρυσής Τομής. Οτιδήποτε βλέπουμε και είναι ωραίο μας βοηθάει να εκτιμήσουμε το καλό.

Η έννοια του μίνιμαλ θεωρείς πως πια έχει παρεξηγηθεί;
Θεωρώ πως ήταν μια υπερεκτιμημένη ματαιοδοξία ορισμένων να προβάλουν περισσότερο τη διαφορετικότητα σε σχέση με τη λειτουργικότητα. Είμαι υπέρμαχος του Form follows Function και πιστεύω πως σε καμία περίπτωση το minimal δεν εξυπηρετούσε καμία λειτουργικότητα. Κρύοι και ψυχροί χώροι, με πολύ σκληρά υλικά, συνήθως πολύ ακριβά για να δικαιολογήσουν την επιλογή τους, δημιούργησαν μια τάση και μια μόδα, που θεωρώ ότι πέρασε ανεπιστρεπτί.

Λόγω επαγγέλματος, ερωτεύεσαι αντικείμενα, γραμμές, σχέδια και δημιουργήματα;
Ερωτεύομαι το κάθε project και τα κάθε μικροαντικείμενα που σχεδιάζω για αυτό. Για παράδειγμα σχεδιάζω φωτιστικά, έπιπλα, καρέκλες και συνήθως κρατάω πάντα ένα για μένα, γιατί δένομαι με το αντικείμενο το οποίο το έχω οραματιστεί και τελικώς παίρνει μορφή και ύλη.

More Stories
DM AW24 Ambassador 09 WW 1460 Pascal 31981001 Still Life 2628
DR. MARTENS AMBASSADOR LEATHER: Διαχρονικό στιλ & άνεση σε κάθε βήμα
DIDÉE.GR