Γράφει ο Κωνσταντίνος Δανός
Φωτογραφίζει η Αγγελική Καλαμαρά
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά για θέατρο, τέχνη, αποδοχή και εξέλιξη, δίνοντας ταυτόχρονα μια μικρή γεύση από την Ηλέκτρα του Σοφοκλή, που πρόκειται να σκηνοθετήσει το καλοκαίρι στην Επίδαυρο.
Μίλησέ μου για θέατρο. Τι σημαίνει για σένα υποκριτική, σκηνοθεσία και τέχνη;
Θέλω να πω μια ιστορία.
Το ορφικό δόγμα θεμελιώνεται πάνω στο μύθο του Διόνυσου του Ζαγρέα. Σύμφωνα με τον μύθο αυτό, ο Ζευς που έχει λάβει το θεϊκό θρόνο από τον πατέρα του, τον Κρόνο, διαπράττει αιμομιξία με τη μητέρα του Ρέα και αποκτά ως κόρη την Περσεφόνη. Ο Ζευς επίσης ενώνεται και με την κόρη του. Αποτέλεσμα της ένωσης αυτής, ήταν η γέννηση του θεού Διονύσου (ο αποκαλούμενος ως Ζαγρέας στην ορφική εκδοχή). Ο νέος αυτός θεός ήταν λοιπόν αποτέλεσμα διπλής αιμομιξίας και ήταν συγχρόνως γιος, εγγονός και ετεροθαλής αδερφός του Δία. Ένα είδος alter ego του Δία.
Ο Ζευς αποφάσισε τότε να παραδώσει το σκήπτρο στον Διόνυσο ενώ ακόμη ήταν βρέφος. Η Ήρα, η σύζυγος του Δία, ενοχλημένη από ένα γιο που προήλθε από άλλη θεά, υποκινεί τους Τιτάνες να επιτεθούν στο βρέφος. Αυτοί τον σκότωσαν, τον διαμέλισαν και τον καταβρόχθισαν.
Ο Ζευς, οργισμένος με την εγκληματική πράξη των Τιτάνων, τους κατακεραύνωσε. Από την ανάμιξη της φωτιάς, του κεραυνού, της στάχτης και του αίματος των Τιτάνων με το χώμα, όπου έπεσαν, δημιουργήθηκαν τα ανθρώπινα όντα.
Σύμφωνα με τους ορφικούς, ο άνθρωπος, λοιπόν, έχει μια διπλή φύση. Προέρχεται εν μέρει από θεούς (οι Τιτάνες και ο Διόνυσος ήταν θεοί) και εν μέρει από χώμα. Έχει ένα θεϊκό και αθάνατο μέρος και ένα θνητό και φθαρτό.
Έχουμε μέσα μας την θεϊκή σπίθα, ως κληρονομιά από το αίμα του σπαραγμένου Διονύσου.
Αυτό που πιστεύω, λοιπόν, είναι πως μέσα από την τέχνη, με όποια μορφή της κι αν το κάνουμε, επιχειρούμε να ξανακερδίσουμε αυτή την θεϊκή σπίθα.
Το καλοκαίρι θα σκηνοθετήσεις Ηλέκτρα του Σοφοκλή στην Επίδαυρο, ένα από τα πιο «άγρια» έργα του ποιητή όπως το έχεις χαρακτηρίσει. Τι είναι αυτό που σε ιντριγκάρει περισσότερο σε αυτή τη δουλειά;
Είναι μια πολύ μεγάλη πρόκληση για μένα σε πολλά επίπεδα.
Κυρίως, όμως, είναι ο χώρος και το συγκεκριμένο είδος – η τραγωδία.
Δεν έχω δημιουργήσει παράσταση σε ανοιχτό χώρο. Εδώ υπάρχουν τελείως άλλοι κανόνες και περιορισμοί, είναι ένα τελείως άγνωστο τοπίο για μένα. Είναι πραγματικά ζητούμενο για μένα να δικαιώσεις το χώρο. Και δε μιλώ για τη μυθολογία και την παραφιλολογία της Επιδαύρου. Στη δουλειά μου ο χώρος – ο σκηνικός χώρος είναι ένα από τα πιο βασικά στοιχεία. Το να δημιουργήσεις ένα σκηνικό σύμπαν το οποίο μπορεί να υπάρξει μόνο σ’αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο, είναι κάτι που με αφορά απόλυτα.
Επίσης, στις μέχρι τώρα δουλειές μου, πάντα συνδιαλέγομαι με την τραγωδία, οπότε το να σκηνοθετήσω τώρα αρχαίο δράμα είναι εντελώς λογική συνέχεια. Απ’την άλλη, μιλάμε για ένα είδος, σχεδόν μουσικό, που έχει τους δικούς του κώδικες και κανόνες που – ό,τι κι αν κάνεις τελικά – πρέπει να τους λάβεις σοβαρά υπόψιν.
Είναι πολύ κοντά στην όπερα, όπως το βλέπω. Μόνο που εδώ είναι με κάποιο τρόπο σαν να έχει χαθεί η μουσική κι έχει μείνει μόνο το λιμπρέτο. Η παρτιτούρα πρέπει να δημιουργηθεί απ΄την αρχή.
Το έργο, επίσης, είναι ένα από τα αγαπημένα μου. Είναι ένας άγριος θρήνος από την αρχή ως το τέλος.
Όλα αυτά είναι τερατωδώς δύσκολα, το ξέρω, αλλά την απ’την άλλη έχω τόση χαρά που θα μπω μέσα σ ‘αυτό το σύμπαν, οπότε αυτό μόνο μετράει.
Πιστεύεις πως μπορείς να αποκαλύψεις κάτι από αυτό που θα δούμε το καλοκαίρι ή είναι πολύ νωρίς;
Είναι πολύ νωρίς ακόμα. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι είμαι πολύ ευτυχής και για την ευκαιρία αυτή που μου δόθηκε, αλλά και γιατί σιγά σιγά δημιουργείται μια ομάδα ανθρώπων, στην παράσταση αυτή, που εκτιμώ και ανυπομονώ να συνεργαστώ μαζί τους.
Ένα έργο που προβάλλει μια μορφή βίας στις ανθρώπινες σχέσεις και που η ανταπόδοση υπερισχύει της δικαιοσύνης. Πιστεύεις πως «πειράζει» επίκαιρα θέματα και αντιλήψεις;
Το θέατρο πάντα σήκωνε έναν καθρέφτη, έστω και παραμορφωτικό, απέναντι στην κάθε κοινωνία. Οι μύθοι, πιο συγκεκριμένα, αυτό τον σκοπό έχουν, μέσω δηλαδή μιας αφηγηματικής παραβολής να συνδιαλλαγούμε με το τί σημαίνει να είσαι άνθρωπος και να ζεις μες στον κόσμο. Όχι μόνο τώρα, αλλά πάντα.
Η ουσία, η φύση του ανθρώπου πολύ λίγο αλλάζει μες στους αιώνες. Οπότε δε μιλάμε για μια επικαιρότητα, αλλά για μια πραγματικότητα – οι σχέσεις των ανθρώπων είναι χτισμένες πάνω στη βία και την καταπίεση, όχι τώρα – από πάντα.
Η ανταπόδοση, επίσης κεντρικό θέμα στην τραγωδία αυτή, είναι μια έννοια που στέκεται πάντα πολύ πιο πάνω απ’τη δικαιοσύνη. Όχι τώρα – από πάντα. Η δικαιοσύνη είναι μια έννοια δημιουργημένη απ’τον άνθρωπο και αφορά στα εγκόσμια. Ο νόμος της ανταπόδοσης δεν περιορίζεται μόνο στους ανθρώπους. Ας πούμε, μετά από μια περίοδο έντονης ξηρασίας, σίγουρα θα ακολουθήσει μια έντονη βροχόπτωση. Κι αυτό δεν έχει ηθικό πρόσημο – απλά έτσι είναι.
Επιδιώκεις την αποδοχή;
Όλοι με κάποιο τρόπο επιδιώκουμε την αποδοχή. Δεν έχω γνωρίσει κανέναν άνθρωπο που να μην το θέλει. Το θέμα είναι με ποιά αισθητική, με ποιούς όρους και τί είναι διατεθειμένος να κάνει κάποιος για να το πετύχει.
Ας πούμε, είναι εντελώς διαφορετικό να θέλει κανείς να γίνει αρεστός απ΄το να θέλει να είναι αποδεκτός. Αποδέχομαι, συνήθως, σημαίνει αντιλαμβάνομαι, κατανοώ και συνδέομαι με κάποιον ή κάτι ως έχει. Συναντιέμαι μαζί του. Τον αναγνωρίζω.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πιστεύω είναι το πιο τίμιο, είναι να προσπαθεί κανείς να είναι ειλικρινής και συνεπής ως προς τις επιθυμίες, τους στόχους και τα ζητούμενά του.
Η αποδοχή μπορεί να είναι ένα αποτέλεσμα, όχι το ζητούμενο.
Η σκηνοθετική σου ματιά απευθύνεται στο ευρύ κοινό;
Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι πάντα ένα ζητούμενο για μένα είναι η δημιουργία ομορφιάς, και δεν εννοώ απλά κάτι αισθητικά ωραίο. Ζούμε σε μια εποχή ασχήμιας. Και η ομορφιά, πιστεύω, πρέπει να αφορά και να απευθύνεται σε πολύ κόσμο.
Στην τωρινή σου καθημερινότητα και με τον προγραμματισμό που λαμβάνουμε όλοι αναγκαστικά, υποκύπτεις στο χάος;
Ναι, αναγκαστικά υποκύπτεις δε γίνεται αλλιώς. Και καμιά φορά θες να υποκύψεις κιόλας. Υπάρχει απόλαυση και στην υποταγή. Το θέμα, όμως, δεν είναι αυτό. Ζούμε σε μια εποχή που δεν ευνοεί τίποτα το μακροπρόθεσμο, τίποτα το μεγαλόπνοο.
Όλα περιστρέφονται γύρω από τη στιγμή και, σίγουρα, όχι με τον σωστό τρόπο. Πώς δηλαδή θα γίνει κάτι απλά και μόνο για να γίνει, εύκολα, αναίμακτα και με το λιγότερο δυνατό ρίσκο, επειδή οι καιροί είναι δύσκολοι, επειδή ο κόσμος δε μπορεί, επειδή δεν υπάρχουν λεφτά, επειδή…, και μετά στο επόμενο και μετά στο επόμενο και ούτω καθεξής.
Κατανοητά αυτά, αλλά πιστεύω πως αν δεν υπάρχει ένας πολύ ισχυρός άξονας, ό,τι και να κάνει κανείς είναι καταδικασμένο εκ των προτέρων. Για μένα τουλάχιστον, είναι απαραίτητο να έχω μια κατεύθυνση, ένα όραμα, μια συγκεκριμένη αισθητική για τη ζωή μου. Από τον τρόπο που θέλω να δουλεύω και τον τρόπο που θέλω να συνυπάρχω με τους συνεργάτες μου, μέχρι τον τρόπο που θέλω να ερωτεύομαι και να συνυπάρχω με έναν σύντροφο. Δε γίνεται να άγεσαι και να φέρεσαι διαρκώς απ΄τη στιγμή, απ’το επίκαιρο και το πρόσκαιρο.
Ποια είναι η εικόνα μέσα από στη ρουτίνα της καθημερινότητάς σου που σου δημιουργεί ασφάλεια;
Η οικογένεια μου, οι φίλοι μου.
Υπάρχει ομορφιά που τη χάνουμε;
Δεν ξέρω. Απ’ τη μία πλευρά, πιστεύω πως είμαστε τελείως ανίσχυροι μπροστά στην ομορφιά. Έχει τη δύναμη να σε καθηλώσει. Ό,τι κι αν είναι. Ένα πρόσωπο, μια εικόνα, ένας ήχος, μια χειρονομία, ένα φυσικό φαινόμενο. Χωρίς αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Κάτι που αυτόματα εισβάλλει μέσα σου. Κάτι που, ερχόμενος σε επαφή μαζί του, αντιλαμβάνεσαι αυτόματα ότι σε ξεπερνάει – σε φέρνει για μια στιγμή στο κενό.
Απ’την άλλη, δεν είμαστε και πολύ εξασκημένοι στο να βλέπουμε. Όλα τρέχουν σε μια αδιάλειπτη ροή scroll down και τίποτα δε μένει, τίποτα στην ουσία δε γράφει σαν εικόνα ή σαν πληροφορία μέσα μας. Όλα τα βλέπουμε και τα αγγίζουμε επιδερμικά.
Για να δεις την ομορφιά, πιστεύω, πρέπει να είσαι ανοιχτός στο ενδεχόμενο να πληγωθείς.
Τον περασμένο Νοέμβριο ανέλαβες τη σκηνοθεσία του Ορφέα στο Μέγαρο Μουσικής, ενός εμβληματικού έργου που συχνά πιστώνεται και ως η πρώτη όπερα στην ιστορία της μουσικής. Τι εντυπώσεις έχεις από αυτή τη συνεργασία;
Ο Ορφέας ήταν μια απ’τις πιο όμορφες εμπειρίες στη ζωή μου. Αγαπώ την όπερα σαν είδος και ήταν τεράστια χαρά για μένα να σκηνοθετήσω το συγκεκριμένο έργο και μάλιστα στο συγκεκριμένο πλαίσιο συνεργατών και χώρου.
Η μουσική και ο ήχος πιο γενικά, είναι πυρηνικό στοιχείο της δουλειάς μου ως σκηνοθέτης, το εικαστικό κομμάτι επίσης, καθώς και το πώς αυτά τα δύο συντελούν στη διαχείριση και την απόδοση κλασσικών μύθων.
Στην όπερα υπάρχει άφθονος χώρος και για τα δύο αυτά στοιχεία να αναπτυχθούν δυναμικά. Να συνυπάρξουν και να συνομιλήσουν. Ο λόγος εδώ είναι η μουσική. Αυτό το οποίο στη θεατρική πράξη πασχίζεις να το δημιουργήσεις, εδώ είναι δεδομένο απ΄την αρχή.
Η επικοινωνία, οπότε, στο μυαλό μου τουλάχιστον, γίνεται πιο καθαρή, πιο αισθητηριακή. Ο θεατής αντλεί και συνδιαλέγεται αισθητηριακά με αυτό που βλέπει, όχι μόνο νοητικά. Κι αυτό για μένα είναι πάντα ζητούμενο, όταν μιλάμε για παραστατικές τέχνες.
Οι δυνατότητες που δίνονται από πλευράς κλίμακας (και ό,τι συνεπάγεται αυτό για το εικαστικό κομμάτι της παράστασης) είναι ασύγκριτα πιο μεγάλες σε σχέση με το θέατρο. Αν, επιπλέον, οι δυνατότητες αυτές συνδυαστούν με εξαιρετικούς μουσικούς και ερμηνευτές, όπως και έγινε στον Ορφέα, μιλάμε πραγματικά για μια πολύτιμη εμπειρία.
Ποια είναι η σχέση σου με τη μουσική;
Η σχέση μου με τη μουσική είναι πολύ βαθιά. Ακούω και πολύ μουσική και πάρα πολλά είδη.
Η μουσική, για μένα, έχει ένα παντοδύναμο προτέρημα – μπορεί να επιδράσει σχεδόν αντανακλαστικά σ’αυτόν που την ακούει. Παράγει κραδασμούς που χτυπούν εντελώς κοιμισμένα κέντρα μέσα μας, μ’ένα αποτέλεσμα, συνήθως, εξαιρετικά απελευθερωτικό. Εγώ έτσι τη νιώθω, είτε μιλάμε για ένα παραδοσιακό τραγούδι είτε για μια εισαγωγή του Wagner, είτε για ένα χορευτικό χιτάκι της Rihanna είτε για μια διασκευή της Diamanda Galas.
Μακάρι και το θέατρο να είχε αυτή τη δύναμη.