Συνέντευξη: Φένια Ζάννη
Φωτογράφιση: Mrs Gülay Keskin
Μόλις στα 35 του χρόνια, ο Μιχαήλ-Αλέξανδρος Μαλαχιάς μετρά ήδη δύο εκδόσεις της συγγραφικής του δουλειάς με αρκετά καλή απήχηση στο κοινό. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής και του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου, ενώ έχει μόλις αρχίσει την καριέρα του στη χειρουργική κάνοντας πολύ ευοίωνο ξεκίνημα.
Ο Μιχαήλ-Αλέξανδρος Μαλαχιάς με το πρώτο του βιβλίο, «Το Πικραμύγδαλο», έκανε πολύ καλή εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό, ενώ τώρα συνεχίζει το ταξίδι της εσωτερικής του αναζήτησης μέσα από τη συγγραφή. Ο ίδιος μιλά για το δεύτερο βιβλίο του με τίτλο «Σιωπηλή Αθήνα», ένα post-modern νουάρ μυθιστόρημα στο οποίο αρχαία και νέα Αθήνα έχουν γίνει ένα. Μεταξύ άλλων σχολιάζει επίσης το λογοτεχνικό κλάδο και τα ταλέντα στην Ελλάδα, ενώ αποσαφηνίζει την έννοια της έμπνευσης και των φιλοδοξιών για εκείνον.
Πες μας μερικά πράγματα για σένα. Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη συγγραφή βιβλίων;
Ξεκίνησε κάπως περίεργα. Ήταν την περίοδο που είχα αρχίσει φροντιστήρια για τις Πανελλήνιες, δευτέρα Λυκείου. Ξαφνικά, κι ενώ μέχρι τότε συνέβαινε το αντίθετο, αντιμετώπισα σοβαρό θέμα με το μάθημα της Έκθεσης. Δεν ήθελα να καταλάβω το γιατί, όμως οι απαιτήσεις είχαν αλλάξει. Έγραφα υποκειμενικά, με έναν τρόπο εντελώς δικό μου, πολύ μακριά από αυτό που έπρεπε για να «πετύχω» στις Πανελλήνιες. Μάλιστα θυμάμαι ότι υπέφερα πασχίζοντας να γράψω εκθέσεις φορμαλιστικά και άχαρα, με την απαιτούμενη τεχνική και τους κανόνες που αρνιόμουν να δεχτώ. Ήταν σαν να πρόδιδα τον εαυτό μου, καταπιεζόμουν, αδυνατούσα να καταλάβω το πώς ένα κείμενο αυστηρά δομημένο, με επιχειρήματα Παπανούτσου και χωρίς ίχνος άποψης και χρώματος, μπορούσε να επικρατεί έναντι του δικού μου τρόπου. Ήμουν έφηβος, εγωιστής, ξεροκέφαλος και ανώριμος, όμως όλα αυτά ήταν ασφαλώς μέσα στο πρόγραμμα να είμαι. Από μία άποψη είχαν δίκιο οι καθηγητές μου, ήθελαν αποτελέσματα και προσπαθούσαν να μου επιβάλουν το “know how” τους. Αλλά εγώ όποτε τους τα έδινα δυσανασχετούσα μέσα μου. Έναν έφηβο δεν κάνει να τον απογοητεύσεις σε αυτό που αγαπά, ούτε να τον μπλοκάρεις στον τρόπο που εκφράζεται. Είναι μεγάλο λάθος να νιώσει τη ματαιότητα τόσο νωρίς. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν να σιχαθώ το γράψιμο. Μέχρι που ξαφνικά βρήκα τρόπο και αντέδρασα.
Σε μια ανύποπτη στιγμή ξεκίνησα να γράφω, μικρά κειμενάκια, σαν διηγήματα, μόνο για την πάρτη μου τούτη τη φορά και για κανέναν άλλον. Αυτή ήταν και η πρώτη μου απόδραση μέσω της γραφής.
Η «Σιωπηλή Αθήνα» είναι το νέο σου βιβλίο, που τοποθετείται σε ένα πλαίσιο σαφές και υπερβατικό, όπου αρχαία και νέα Αθήνα, έχουν γίνει ένα. Μίλησέ μας για το περιεχόμενό του και τη σημασία του δεύτερου συγγραφικού έργου σου για σένα.
Η «Σιωπηλή Αθήνα» είναι ένας ακόμα σταθμός στο ταξίδι. Η γραφή με αλλάζει, όπως και εγώ προσπαθώ να αλλάξω -έστω και λίγο- τη γραφή. Ως εκ τούτου είναι κομμάτι της ζωής μου, πολύ ενεργό. Πρόκειται για ένα βιβλίο γεμάτο ένταση, νύχτα και ρυθμούς. Ως συγγραφέας της, ένιωθα διαρκώς τη φωτιά της, τα σκοτάδια, τις εκρήξεις της. Σίγουρα δεν είναι ουδέτερη. Έχει να πει κάποια πράγματα και τα λέει με τον τρόπο που θέλει. Εκφράζει άποψη. Τοποθετείται. Σε κάποιους θα αρέσει αυτό, σε άλλους ίσως όχι. Όμως νομίζω ότι αυτό είναι τελικά και το ζητούμενο. Η ζύμωση.
Πώς συλλήφθηκε η όλη ιδέα της πλοκής αυτού του post–modern νουάρ μυθιστορήματος;
Από τυχαία γεγονότα που μου έκαναν εντύπωση. Ύστερα έφτιαξα ένα σκαρίφημα στο μυαλό μου και το αποτύπωσα σε μια κόλλα χαρτί. Από τότε το σχέδιο αυτό της πλοκής άλλαξε πολλές φορές μορφή, πραγματικά αναρίθμητες. Έτσι, κάποια στιγμή που την τοποθετώ κάπου λίγο μετά τη μέση του έργου, χωρίς να είμαι και τελείως βέβαιος, το κείμενο αυτονομήθηκε και άρχισε να γράφεται πια μόνο του, διαλύοντας κάθε σχεδιάγραμμα που είχα φτιάξει μέχρι τότε. Το σημείο αυτό για μένα, αν και υποδόρια συνειδητό, είχε κάτι το μαγικό. Πλέον το έργο δεν οριζόταν από μένα αλλά αυτό με καθόριζε, σαν ένα παιδί που ενηλικιωνόταν και άλλαζε τώρα αυτό – με τη σειρά του – τους γονείς του.
Οι διαφορές μεταξύ του παλαιότερου, συγγραφικού έργου σου, «Το Πικραμύγδαλο», και του νέου είναι εμφανείς. Πώς αποφάσισες να υιοθετήσεις διαφορετικά στυλ σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα;
Ήθελα να γράψω κάτι που να κινείται πιο γρήγορα από «Το Πικραμύγδαλο», το πρώτο μου μυθιστόρημα, κάτι το διαφορετικό, πιο κοφτερό και άμεσο. Το στοιχείο του υπερβατικού, που αναφέρθηκε σε προηγούμενη ερώτηση, είναι κάτι που στη «Σιωπηλή Αθήνα» αποκτά εσκεμμένα ενεργό ρόλο στην πλοκή και αποτελεί ένα από τα cornerstones του έργου. Παρόλα αυτά θα διαφωνήσω στο ότι υιοθέτησα διαφορετικά στιλ στα δύο βιβλία. Αντιθέτως θα έλεγα ότι είναι, στην ουσία, μια μετεξέλιξη της ίδιας ταυτότητας γραφής, αλλά με αλλαγή ταχύτητας και θεματικών. Υπάρχουν άλλωστε πολλά στοιχεία που τα ενώνουν.
Εάν τα βάζαμε να συνδιαλεχθούν μεταξύ τους, «Το Πικραμύγδαλο» και τη «Σιωπηλή Αθήνα», θα βλέπαμε ότι μιλούν την ίδια γλώσσα, αισθάνονται παρόμοια, όμως υιοθετούν διαφορετικές πρακτικές δράσης.
Τι θα μπορούσε να αποτελέσει για σένα πηγή έμπνευσης; Εντάσσεις μέσα στις πηγές αυτές την καθημερινότητά σου;
Σίγουρα! Η καθημερινότητα, όχι αυτή καθεαυτή ως γεγονότα, αλλά ως συνειρμοί και αισθήματα που πηγάζουν από αυτά τα γεγονότα, αποτελεί πηγή έμπνευσης. Μάλιστα, επειδή έχω μετανιώσει πολλές φορές για σκέψεις που έκανα, τις βρήκα ενδιαφέρουσες για να τις εντάξω στην αφήγηση, αλλά ύστερα τις λησμόνησα. Δεν ντρέπομαι πλέον να ζητάω χαρτί και στυλό από αγνώστους, για να τις σημειώσω οπουδήποτε κι αν βρίσκομαι. Έτσι, ανάλογα με τα ερεθίσματά μου, μερικές φορές έχω γράψει χρησιμοποιώντας χαρτοπετσέτες σε μπαρ ή κλαμπ με ελάχιστο φωτισμό, πολλά ντεσιμπέλ και ανάμεσα σε φλερτ, πράγματα που ξέχασα στην τσέπη και τα βρήκα πολύ αργότερα, σε ανύποπτο χρόνο, δυσκολευόμενος πια να «βγάλω» το γραφικό μου χαρακτήρα. Σπάνια δε, γράφω και την ώρα το χειρουργείου, λίγο πριν ξεκινήσει, με αποστειρωμένο μαρκαδόρο πάνω στο τραπέζι της εργαλειοδότριας, κάτι που μου ήρθε και με πιέζει να βρω τρόπο να μην το ξεχάσω. Βοηθάει ίσως και που εργάζομαι αυτήν την περίοδο σε ξένη χώρα, γιατί οι συνεργάτες μου δε γνωρίζουν τι γράφω στη γλώσσα μου και απλά νομίζουν ότι σημειώνω κάτι για την επέμβαση.
Απ’ όσο γνωρίζω, είσαι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής, του Πολιτικού της Νομικής και συνεχίζεις στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου. Είναι ζωτικής σημασίας για σένα το να διοχετεύεις την ενέργειά σου σε διάφορους κλάδους;
Ναι, είναι κάτι σαν αρρώστια, ένα μικρόβιο που με διαμόρφωσε παλαιότερα, καθώς δεν ικανοποιούμουν ποτέ από τη μονομέρεια της εκάστοτε επιστήμης στα περιχαρακωμένα σύνορα της αυθεντίας της. Ακούγεται πολύ βαρύ όπως το λέω, αλλά κάπως έτσι θα το περιέγραφα. Ήμουν ιδεολόγος μέσα στην άγνοια μου, ένας ρομαντικός που έψαχνε τις απαντήσεις σε λάθος μέρη. Πλέον νομίζω ότι είναι η βιωμένη εμπειρία, η ζωή η ίδια από μόνη της, που αρκεί για να μας διδάξει όσα κανένα πανεπιστήμιο δεν μπορεί. Αρκεί να έχουμε τα μάτια και το μυαλό ανοιχτά.
Αν σου ζητούσα να αξιολογήσεις το συγγραφικό και λογοτεχνικό κλάδο στην Ελλάδα, θεωρείς πως υπάρχουν ταλέντα και «καλοί» συγγραφείς;
Ναι, ασφαλώς και υπάρχουν, όμως δεν είμαι ούτε καθηγητής λογοτεχνίας ούτε κριτικός, ώστε να έχω εμπεριστατωμένη άποψη για τα πράγματα. Ως απλός συγγραφέας θα περιοριστώ στο ότι παρόλο που υπάρχουν τέτοια ταλέντα, δεν βοηθά η κατάσταση να αναδειχθούν. Η αγορά είναι πολύ μικρή, τη γλώσσα τη μιλάνε δέκα εκατομμύρια και τη διαβάζουν πολύ λιγότερα. Σκεφτείτε το σε σύγκριση με την Αγγλική ή την Ισπανική. Το περιθώριο κέρδους είναι πολύ μικρό για να ρισκάρει να επενδύσει ένας εκδοτικός σε ένα νέο συγγραφέα που γράφει στα ελληνικά. Επιπλέον, η ποίηση και ο δοκιμιακός λόγος ανέκαθεν ήταν αντιεμπορικά, ενώ το πεζογράφημα απαιτεί χρόνο από τον αναγνώστη, χρόνο πολύτιμο, που δεν έχει στο κυνήγι της καθημερινότητας. Είναι και η κρίση που επηρεάζει πολύ, κακά τα ψέματα, το βιβλίο πάει να γίνει είδος πολυτελείας. Εντούτοις, για να είμαστε και λίγο αισιόδοξοι, θεωρώ ότι ένα καλό σύγγραμμα, παρά τις αντιξοότητες, αργά ή γρήγορα βρίσκει το δρόμο του.
Ποια κατά τη γνώμη σου είναι τα «συστατικά της επιτυχίας» για ένα συγγραφέα;
Να αποδεχθεί ότι αυτά που γράφει δεν είναι το άγιο δισκοπότηρο και έτσι να μάθει να αφαιρεί κρατώντας μόνο τα απαραίτητα. Να ακούει τους αναγνώστες του, ως εκεί που πρέπει και να επιζητεί την εποικοδομητική κριτική, που του ανοίγει νέες οπτικές θέασης του έργου του, τις οποίες ενδεχομένως τις υποβάθμιζε ή του διέφευγαν μέχρι τότε. Τέλος, να μην ξεπουλήσει ποτέ τον εαυτό του και το στιλ του, «λειαίνοντας» τη γραφή του, για να γίνει αρεστός στους πολλούς και να πουλήσει. Γιατί δεν θα είναι πια αρεστός στον εαυτό του και εάν λείπει αυτό δε μιλάμε για τέχνη αλλά για αγγαρεία. Και, εν τέλει, μάλλον έτσι δε θα πουλήσει κιόλας.
Έχουν υπάρξει συγγραφείς που επηρέασαν τη γραφή σου ή που απλώς θαυμάζεις;
Ο Χέμινγουεϊ τώρα τελευταία, πολύ. Είναι ο μόνος που αρκεί να διαβάσω ένα κομμάτι του και, παράξενο, κατευθείαν μου έρχεται όρεξη να γράψω. Ο Μαχφούζ και ο Κάφκα, μαζί με το Λιόσα, τον Έσσε, τον Κοχούτ και από τους κλασικούς, Μπαλζάκ, Φλομπέρ και Ντοστογιέφσκι, στο «Πικραμύγδαλο». Ο Μπουλγκάκοφ και οι Λατινοαμερικάνοι μαγικορεαλιστές, σε συνδυασμό με τον Πεσσόα, τον Κανέτι και τους μπίτνικ, στα πρόσφατα γραπτά μου. Όσον αφορά, τώρα, τη «Σιωπηλή Αθήνα», παρόλο που τη νιώθω πολύ δική μου, αν ψάξει κανείς, σίγουρα θα ανιχνεύσει και εκεί ξένα ίχνη, από Μουρακάμι έως Καραγάτση και Τερζάκη. Εν ολίγοις, επιρροές υπάρχουν παντού και πάντα και απορρίπτω την ιδέα της παρθενογένεσης στην τέχνη. Από εκεί και πέρα μετράει το πώς αυτές οι εξωτερικές επιδράσεις θα δουλέψουν μέσα στο δημιουργό, ώστε να τον βοηθήσουν στη γονιμοποίηση του δικού του αυθεντικού ταλέντου.
Έχεις φιλοδοξίες όσον αφορά το συγγραφικό κομμάτι της ζωής σου; Ποιες είναι αυτές;
Θα ήθελα κάποια στιγμή να μαζευτούν οι νέοι συγγραφείς σε ένα καφέ, ένα μπαρ, κάπου, και να γεννήσουμε κάτι καινούργιο, κάτι σαν συνεννόηση, ένα consensus. Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα είναι αυτό, αλλά βλέπω την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης. Χρειάζεται η αλληλεπίδραση, η ανταλλαγή, να ξαναγεννηθούν ιστορίες, στέκια, κλίκες, κοινά μεθύσια, πορείες ζωής, μοτίβα, που θα ξεπερνούν την ατομικότητα του καθενός μας. Πίσω από όλα αυτά είμαι υπέρ μιας νέας συλλογικής αφήγησης. Η γενιά μας οφείλει να δώσει το στίγμα της, να γίνει, εφόσον μπορεί, ένα νέο «τριάντα». Αν και οι εποχές δεν το ευνοούν πρέπει να πάψουμε να κανιβαλίζουμε ο ένας τον άλλον. Να καταλάβουμε ότι είναι προς όφελός μας ο αναγνώστης να γνωρίσει τον καλό, σύγχρονο, Έλληνα συγγραφέα και ας μην είμαστε εμείς. Έτσι, ύστερα θα είναι υποψιασμένος να ψάξει τον επόμενο και τον επόμενο. Τέλος, σε προσωπικό επίπεδο θα μου άρεσε πολύ αν κάποια στιγμή έβρισκα το χρόνο, στο μέλλον, να αφιερωθώ, χωρίς όρους, απερίσπαστος, για ένα μεγάλο χρονικό συνεχές, στη συγγραφή. Υπάρχουν όμως τόσα πολλά άλλα που πρέπει να γίνουν μέχρι τότε, που μου φαίνεται σαν όνειρο.