Συνέντευξη: Φένια Ζάννη
Φωτογράφιση: Αγγελική Καλαμαρά
Έχοντας ήδη κερδίσει το βραβείο ειδικής μνείας, για την κινηματογραφική ταινία που συνυπέγραψε με τον επί χρόνια συνοδοιπόρο του στα επαγγελματικά, Νίκο Νικολόπουλο, ο Βλαδίμηρος Νικολούζος ολοκληρώνει την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, με τίτλο “Aurora“. Λίγες μέρες μετά την πρεμιέρα λοιπόν, ο σκηνοθέτης μιλά για το έργο του, για θέατρο στην Ελλάδα αλλά και για τις φιλοδοξίες που έχει από τη σκηνοθετική πορεία που πρόκειται να διαγράψει.
Μίλησέ μας για σένα. Ποιο είναι το background σου, όσον αφορά το θέατρο και πώς ξεκίνησε αυτός ο καλλιτεχνικός «έρωτας», αν μπορούμε να το πούμε έτσι;
Γεννήθηκα στην Κέρκυρα το 1979. Από μικρός έγραφα ποιήματα και αγαπούσα την περιπλάνηση και τα ταξίδια. Όνειρο μου ήταν να γράφω και να παρατηρώ. Έζησα στο εξωτερικό, στην Αγγλία και την Αμερική, όπου και σπούδασα θέατρο και κινηματογράφο. Το 2014 ολοκλήρωσα την πρώτη μου – μεγάλου μήκους – ταινία στον κινηματογράφο, την οποία συνυπέγραψα με το φίλο και συνοδοιπόρο μου στη δημιουργία για πολλά χρόνια, Νίκο Νικολόπουλο. Μάλιστα για την ταινία αυτή πήραμε και βραβείο ειδικής μνείας της επιτροπής FIPRESCI στο 55ο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Ο έρωτάς μου για το θέατρο προέκυψε μέσα από την παρατήρηση και – προς αναζήτηση του μαγικού χρόνου – η αγάπη μου για την ποίηση μέσα από τον έρωτα, ψάχνοντας τα βιβλιοπωλεία και τις βιβλιοθήκες, στο νησί που μεγάλωσα.
Από τις 27 Φεβρουαρίου, η πρώτη σκηνοθετική σου δουλειά, “Aurora”, θα φιλοξενηθεί για έξι παραστάσεις στο Θέατρο Ροές. Πες μας λίγα λόγια για το έργο σου, πώς το προσέγγισες συνολικά και ήταν δύσκολο να συλλάβεις και να σκηνοθετήσεις το μονόλογο μιας γυναίκας;
Ναι. Πρόκειται για ένα πολύ προσωπικό πρότζεκτ. Στην ουσία απορρέει, μέσα από μια μακρόχρονη αναζήτηση και πειραματισμό μου μέσα σε ένα γνωσιακό αλλά και βιωματικό πεδίο, όπως επίσης και από την ανάγκη μου να μιλήσω για εσωτερικά, υπαρξιακά ζητήματα, μέσω ενός ενδιάμεσου που είναι η Aurora.
Η Aurora, είναι ένας αγγελιοφόρος εν αποστρατεία, που καλείται να διανύσει τη δύσκολη απόσταση από το σκοτάδι στο φως, αναζητώντας τη μνήμη πίσω από τα πράγματα. Να ξυπνήσει και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, μέσα στην εποχή που μας διέπει. Κατά μια έννοια, μ’ αυτόν το μονόλογο – ο οποίος είναι και ένας μονόλογος του ίδιου του σώματος – επιδιώκει να αποτελματώσει την ενέργειά της. Στην ουσία αυτό το πρόσωπο βρίσκεται συνεχώς ανάμεσα μας, ως γέννηση και ως θάνατος, σε χιλιάδες εκφάνσεις. Ανθρώπινες ή μη. Είναι γραμμένο πάνω στα πρόσωπα των ανθρώπων, αλλά και σε όλες τις πλευρές αυτού που ονομάζουμε πραγματικότητα. Η παράσταση θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί μέσα από μια αντί-θεατρική σύμβαση ή τελοσπάντων δεν αναφέρεται σε ένα θέατρο της καθαρής αναπαράστασης, αλλά σε ένα θέατρο που συνορεύει με την εμπειρία του ονείρου. Αποτελεί ένα θέατρο του déjà vu, έτσι όπως αυτό προκύπτει μέσα από μια οπτικοακουστική εγκατάσταση, αλλά και από την ερμηνεία της Ηλέκτρας Νικολούζου, η οποία και ενσαρκώνει αυτό το παράδοξο πρόσωπο.
Στο μονόλογο συνδυάζονται λέξεις και φράσεις από προφητικά ποιήματα των Φερνάντο Πεσσόα, Saint-John Perse, S. T Coleridge αλλά και δικά σου, μαζί με κείμενα του Λουκρήτιου, του Αγ. Αυγουστίνου, του Αντονίν Αρτώ και των ορφικών δοξασιών. Ήταν πρόκληση για σένα το να συνδυάσεις τόσο βαρύγδουπα ονόματα στο έργο σου;
Ομολογώ ότι ήταν δύσκολο και μεγάλη πρόκληση. Το κείμενο αποτελείται από ένα cut-up θραυσμάτων ποιητικού λόγου από έργα των: St John Perse, Λουκρήτιου, Αγίου Αυγουστίνου, Fernando Pessoa, Fiodor Liubimov, του Αντονίν Αρτώ και κάποια ελάχιστα δικά μου.
Μέσα από τη διαδικασία – από τη στιγμή της σύλληψης έως και τη στιγμή της έρευνας και της δημιουργίας – αυτής της παράστασης, εντοπίσαμε σπαράγματα της φωνής αυτού του προσώπου, της Aurora, μέσα σ’ αυτά τα κείμενα. Κι αυτό διότι φέρουν τους μυστικούς συσχετισμούς τους παρελθόντος, αλλά και τη διαχρονικότητα της σοφίας του ψυχολογικού μας παρόντος. Ταυτόχρονα είχαμε την ανάγκη, με ένα τρόπο να δοκιμάσουμε να εξωστρέψουμε την καθόλα «εσωτερική φωνή» της ποίησης και να την εκφράσουμε πειραματιζόμενοι με το σώμα, τη μουσική αλλά και τον ίδιο τον λόγο. Τα κείμενα αυτά, υπήρξαν πηγή έμπνευσης και αποκρυσταλλώνουν την ανάγκη μας να μιλήσουμε για την ανθρώπινη εμπειρία μέσα από την γλώσσα της φαντασίας.
Ποια είναι τα συναισθήματα που σου δημιουργούνται, ολοκληρώνοντας την πρώτη σκηνοθετική σου δουλειά;
Τα συναισθήματα είναι βεβαίως ανάμεικτα, αλλά συνολικά μου δημιουργούν το αίσθημα της πληρότητας, της χαράς και βεβαίως σταθερά της ανησυχίας για περαιτέρω αναζήτηση.
Έχεις προσδοκίες από την Aurora, τόσο σαν έργο, όσο και σχετικά με την απήχηση που θα έχει;
Προσδοκία μου είναι να καταφέρω να δημιουργήσω έναν καλλιτεχνικό διάλογο, όπως επίσης να κάνω τον κόσμο που θα έρθει σε επαφή με την Aurora, να αναρωτηθεί μέσα από το ίδιο το βάθος της ζωής ως μία πνευματική αλλά και σωματική εμπειρία. Ζητούμενο για μένα είναι καθένας να εισπράξει αυτήν την παράσταση μέσα από ένα προσωπικό κάλεσμα.
Πώς αξιολογείς το θεατρικό τοπίο σήμερα στην Ελλάδα; Θεωρείς πως συνυπάρχουν η ποιότητα και η αισθητική; Ποια είναι τα στοιχεία που σε λυπούν και ποια εκείνα που σε γεμίζουν αισιοδοξία; Αν φυσικά υπάρχουν τέτοιου είδους στοιχεία κατά τη γνώμη σου.
Το θεατρικό τοπίο, την παρούσα στιγμή, το σίγουρο είναι ότι «σφύζει από ζωή». Γίνονται πολλά πράγματα και συνεχώς στις θεατρικές σκηνές της Αθήνας. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό που ακούγονται πολλές και διαφορετικές φωνές. Είναι ένα στάδιο που δημιουργεί ένα διάλογο, με ορίζοντα να δημιουργηθεί κάτι, που ίσως ακόμα δεν ξέρουμε τι είναι. Μέσα σ’ αυτήν την πολλαπλότητα έχω δει πολύ ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, τόσο θεατρικών έργων, όσο και πρωτότυπων παραστάσεων. Αυτό που θα ήθελα να δω περισσότερο είναι να προκύψει ίσως ένας εντονότερος, δημιουργικός διάλογος σε καλλιτεχνικό επίπεδο και όχι τόσο σε επίπεδο παραστάσεων που σκοπό τους έχουν την επαγγελματική και την εμπορική επιτυχία. Σημαντικό είναι να «τροφοδοτούμε» ο ένας τον άλλο με ερεθίσματα κι έτσι να προκύπτει μια δημιουργική κριτική, μέσα από την οποία τα πράγματα να ωθηθούν τελικά στο να μεταβληθούν. Γιατί όχι ίσως και να γεννήσουν ακόμα και νέες πρωτοπορίες. Η ουσιαστική κριτική είναι απαραίτητο στοιχείο για το πώς εκλαμβάνεται το εκάστοτε καλλιτεχνικό έργο. Θεωρώ πάντως ότι μας λείπει η δημιουργική αντανάκλαση και ο διάλογος εν γένει.
Υπάρχουν φιλοδοξίες που θα ήθελες να εκπληρώσεις, ως σκηνοθέτης;
Φιλοδοξία μου είναι να συμβάλλω με το δικό μου μικρό «λιθαράκι», στην πραγμάτωση της ίδιας της ποίησης μέσα στη ζωή, όσο αντιθετικές και να φαντάζουν η μία και η άλλη. Φιλοδοξία είναι να καταφέρω να εμβαθύνω ακόμα περισσότερο σε αυτό που πράττω, και ίσως να φτάσω στο σημείο κάποια στιγμή, με περισσότερη εργασία, να ξύσω την επιφάνεια του δικού μου προσωπικού κώδικα, της δικής μου μυθολογίας, της δικής μου γλώσσας και να διεγείρω την ίδια διαδικασία σ’ αυτούς που βρίσκονται γύρω μου. Έστω και ως ρητορική του ενός προς έναν. Τέλος, φιλοδοξία μου είναι να προκαλέσω τα όρια της γλώσσας και τα θεμέλια του κοινού κώδικα, αυτό δηλαδή που τελικά εκλαμβάνεται ως «κοινός νους».