Τους χώρους του σπιτιού στο Μανχάταν επιμελήθηκε η ιδιοκτήτρια, Jaimie Baird, η οποία διευθύνει το ομώνυμο γραφείο της -σχεδιασμού εσωτερικών χώρων και φωτογραφίας- στη Νέα Υόρκη.
“Θα έλεγα ότι το στυλ μου είναι ξεκάθαρο. Ξεκινάω με έναν κενό καμβά και πραγματικά προσπαθώ να καταλάβω τον χώρο και τις ανάγκες του.”, αναφέρει η ίδια στο AD.
Σχεδίασε το σπίτι -μια ισόγεια κατοικία με ψηλά ταβάνια στην περιοχή Tribeca του Μανχάταν- για τον εαυτό της, τον σύζυγό της Chip και τα τρία νεαρά παιδιά τους, με γνώμονα την ιστορία του κτιρίου. Αν και χτίστηκε το 1866, πολλές από τις αυθεντικές λεπτομέρειες έχουν διατηρηθεί, όπως τα εκτεθειμένα τούβλα στους τοίχους και η πανύψηλη και ευρύχωρη πόρτα.
“Είχε ανακαινιστεί πολλές φορές όλα αυτά τα χρόνια. Τη δεκαετία του ’80 μετατράπηκε σε νυχτερινό club που ονομαζόταν Vinyl και μαζί με άλλα club του Μανχάταν αποτέλεσε προπύργιο της νυχτερινής ζωής της Νέας Υόρκης. “, εξηγεί και συνεχίζει: “Η Νέα Υόρκη είναι ένα έντονο μέρος για να ζεις. Όταν μπαίνω στο σπίτι μου, θέλω κάτι ήρεμο και γαλήνιο”. Για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος το ζευγάρι άντλησε αναφορές από εκλεπτυσμένα ευρωπαϊκά σπίτια όπως το διαμέρισμα του Τζόζεφ Ντιράντ στο Παρίσι.
Στο καθιστικό και την τραπεζαρία, η Baird απέτισε φόρο τιμής στην Haussmannian αρχιτεκτονική (στυλ αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκε τον 19ο αιώνα με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της Γαλλικής πρωτεύουσας) εγκαθιστώντας περίπλοκα καλούπια στους τοίχους και τις οροφές, μαλακώνοντας ουσιαστικά τον κατά τα άλλα βιομηχανικό χώρο.
Όσον αφορά τα έπιπλα, νέα και vintage κομμάτια συνδυάζονται αρμονικά όπως η custom τραπεζαρία από ξύλο βελανιδιάς, το vintage ντουλάπι στο οποίο είναι τοποθετημένη η τηλεόραση, τα βοηθητικά τραπέζια δεκαετίας ’70, μια πολυθρόνα Fritz Hansen από τη δεκαετία του 1960 και ο βελούδινος καναπέ Montauk που χωρά εύκολα και τα πέντε μέλη της οικογένειάς.
Η Baird έφερε μια παρόμοια αίσθηση αντίθεσης και στην κουζίνα, όπου η πέτρινη νησίδα Calacatta Paonazzo με παλαιωμένα ορειχάλκινα πάνελ βρίσκεται κάτω από τα γλυπτά κρεμαστά φωτιστικά Poul Henningsen από τη δεκαετία του 1960. “Θέλαμε ένα ενιαίο σαλόνι και κουζίνα για να μπορούμε να μαγειρεύουμε και να τρώμε όλοι μαζί”, σχολιάζει η ίδια.
Στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος του σπιτιού δημιουργήθηκε με γνώμονα τους εφήβους. Στα υπνοδωμάτια, αυτό σήμαινε ότι θα δημιουργηθούν χώροι εντός των οποίων θα μπορούσαν να εξελιχθούν και να νιώθουν άνετα, ακόμη και όταν επιστρέψουν από το κολέγιο.
Source | AD