Συνέντευξη: Μαρία Ροδίτη
Η νικήτρια παράσταση του ScratchNight του Bob Theater Festival 2016, «Το Πεπρωμένο Ονομάζεται Κλοτίλδη» του Τζοβάνι Γκουαρέσκι, παρουσιάζεται από τις 26 Ιανουαρίου στην ολοκληρωμένη – για πρώτη φορά- θεατρική εκδοχή της, στο Bios και για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Η Αμαλία Καβάλη και ο Γιάννης Σοφολόγης, οι οποίοι σκηνοθετούν και παίζουν στην παράσταση, μιλούν για το έργο, για τους ρόλους τους, για τη συνεργασία τους και για την κριτική.
Τι είναι αυτό που σας ελκύει στο κείμενο του Τζοβάνι Γκουαρέσκι και αποφασίσατε να ανεβάσετε το έργο στην ολοκληρωμένη – για πρώτη φορά – θεατρική εκδοχή του;
Γ.Σ. : Το έργο «Το Πεπρωμένο Ονομάζεται Κλοτίλδη» είναι μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Είναι μια σουρεαλιστική ερωτική περιπέτεια που περιπλέκει σκάνδαλα, αστυνόμους, πειρατές, παρεξηγήσεις και έναν έρωτα καθόλου συνηθισμένο. Αυτή η τρέλα με την οποία ο Γκουαρέσκι σκιαγραφεί την ιστορία, αλλά και την ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων, μας προσέλκυσε να ασχοληθούμε με τη σκηνική του μεταφορά.
Α. Κ. : Το χιούμορ. Ο Γκουαρέσκι αφηγείται μια απίθανη ερωτική ιστορία με ελαφριά διάθεση, προσφέροντας μια ανάπαυλα από τις αντιξοότητες της καθημερινότητας. Παίζει αδιάκοπα με τους χαρακτήρες, με τη δυστοκία του έρωτα, με τη μεγαλοστομία των μεσαιωνικών μυθιστορημάτων, με το πόσο στα σοβαρά παίρνουμε τον εαυτό μας. Απολαύσαμε το ταξίδι της ανάγνωσης κι έτσι αποφασίσαμε- με τη σειρά μας- να παίξουμε με τη δραματοποίησή του.
Αισθάνεστε άγχος για το αν θα έχει αποδοχή από το κοινό η παράσταση;
Γ. Σ. : Φυσικά και αισθανόμαστε άγχος. Θαρρώ πως αυτή η δουλειά χωρίς αυτό το άγχος δε νοείται. Και φυσικά το άγχος τριπλασιάζεται όταν οι ρόλοι που αναλαμβάνεις σε ένα τέτοιου είδους εγχείρημα είναι παραπάνω από αυτόν του ηθοποιού. Βέβαια, όταν αυτό το άγχος μετουσιώνεται σε χαρά, δεν υπάρχει ομορφότερο συναίσθημα.
Α. Κ. : Ναι με έναν τρόπο, καθώς πρώτη φορά έχουμε τη συνολική ευθύνη μιας παράστασης. Εμείς είχαμε την ανάγκη ενός διαλείμματος από τις καθημερινές δυσκολίες, το οποίο απαντήθηκε με την ενασχόληση με το κείμενο και με την προσπάθεια σκηνικής μεταφοράς του. Η παράσταση είναι μια απόπειρα επικοινωνίας αυτού, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα απαντηθεί. Το ευχόμαστε.
Πείτε μας λίγα λόγια για τους ρόλους σας.
Γ. Σ. : Ο Φιλιμάριο Ντυμπλέ είναι ένας άνθρωπος με χαρακτήρα, όπως συχνά λέει ο συγγραφέας. Λόγω ιδιοτροπίας αρνείται να γίνει πλούσιος και έτσι μπλέκει στα δίχτυα της Κλοτίλδης, την οποία θεωρεί ανυπόφορη. Με τον εγωισμό του στο έπακρο, τον απόλυτο τρόπο του, αλλά και το χιούμορ με το οποίο αντιμετωπίζει όλες τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκεται μπλεγμένος, τελικά θα οδηγηθεί στο να καταλάβει πως η ζωή είναι μάλλον καλύτερη όταν ο εγωισμός παραμερίζεται λίγο και ξεπηδά το συναίσθημα.
Α. Κ. : Η Κλοτίλδη Τρολ έχει αυτά που όλοι μας ποθούμε. Είναι νέα, όμορφη, έξυπνη, πλούσια, περιζήτητη, κατά βάθος καλόκαρδη και μάλλον τολμηρή. Ο ανανταπόδοτος έρωτας ξυπνά τον αβυσσαλέο εγωισμό της, δε δέχεται κομψά την ήττα, τουναντίον σχεδιάζει εκδίκηση. Η φάρσα που στήνει στον αγαπημένο της, όμως, μοιάζει πότε με εκδίκηση και πότε με παράφορη προσπάθεια να τον κατακτήσει. Αφήνεται σε αυτή μέχρι γελοιοποίησης και μάχεται μέχρι τελικής πτώσης με την ελπίδα πως τελικά θα τον κερδίσει (ή θα τον σκοτώσει).
Στο έργο οι δύο πρωταγωνιστές προκαλούν διαρκώς ο ένας τον άλλο και «ακροβατούν σε μια λεπτή γραμμή» ανάμεσα στο μίσος και τον έρωτα. Εσείς πώς θα αντιμετωπίζατε μια τέτοιου είδους σχέση;
Γ. Σ. : Θα προσπαθούσαμε κι εμείς να ακροβατήσουμε φαντάζομαι. Ο Γκουαρέσκι μεγαλοποιεί και σχολιάζει τη φύση των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά η βασική του ιδέα δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Σε όλες τις σχέσεις υπάρχει αυτού του είδους η πάλη και η εναλλαγή των συναισθημάτων, καθώς ο έρωτας χωρίς τα άκρα δε νοείται ως έρωτας κατά την ταπεινή μου γνώμη. Απλώς αν ζούσαμε συνεχώς όπως ζουν ο Φιλιμάριο και η Κλοτίλδη, ή θα τρελαινόμασταν με υπογραφή, ή θα είχαμε αλληλοσκοτωθεί με δόξα και τιμή.
Α. Κ. : Δε μπορώ να ξέρω. Μέχρι να μπεις στο χορό δεν ξέρεις πώς θα τον χορέψεις.
Είστε και ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Τελικά ποιος ρόλος υπερισχύει ή ποιο ρόλο προτιμάτε εσείς;
Γ. Σ. : Σκηνοθέτες «βαπτιστήκαμε» κατά συνθήκη σε αυτή τη δουλειά. Σπουδές και εμπειρία έχουμε στην υποκριτική. Το κομμάτι της σκηνοθεσίας προέκυψε σε αυτή τη δουλειά ως ένα πείραμα από τους δυο μας, να προσπαθήσουμε δηλαδή να έχουμε το συνολικό έλεγχο μιας παράστασης και να πειθαρχήσουμε στους εαυτούς μας και στον άλλο, χωρίς να υπάρχει κάποιος που έχει εξόφθαλμα την εξουσία. Και τελικά ήταν και είναι ένα ταξίδι που μας δίδαξε πολλά.
Α. Κ. : Μάλλον, κατά συνθήκη, ονομαζόμαστε σκηνοθέτες. Παραμένουμε ηθοποιοί που κάνουν μια πρόταση σκηνικής σύνθεσης, καθώς ούτε σπουδές ούτε εμπειρία έχουμε στη σκηνοθεσία. Για μας είναι ένα ευχάριστο πείραμα, που ευχόμαστε να δώσει καλά αποτελέσματα.
Είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεστε οι δυο σας; Πώς είναι η συνεργασία σας;
Γ. Σ. : Η πρώτη μας συνεργασία με την Αμαλία ήταν το 2011, στην πρώτη μας δουλειά μετά τη σχολή, τον «Οδυσσεβάχ», σε σκηνοθεσία Κώστα Γάκη. Επί της ουσίας, όμως, πρώτη φορά συνεργαζόμαστε σε ένα τέτοιου είδους σχήμα. Επίσης, μας συνδέει από τότε μία χρόνια φιλία. Αυτά τα στοιχεία στη συνεργασία μπορούν να είναι από υπέροχα μέχρι επικίνδυνα. Υπάρχει ένας κοινός κώδικας και κάποια πράγματα συμβαίνουν αυτόματα λόγω οικειότητας, κοινής σκέψης και χιούμορ, κάτι το οποίο είναι υπέροχο και τρομερά ξεκούραστο. Το δύσκολο κομμάτι έχει να κάνει σε σχέση με τη χρυσή τομή της φιλίας και της συνεργασίας, στο οποίο θεωρώ ότι πετύχαμε να μην ταυτιστούμε με τον Φιλιμάριο και την Κλοτίλδη και να αλληλοσκοτωθούμε.
Α. Κ. : Με τον Γιάννη βρεθήκαμε στην πρώτη μας παράσταση μετά τη σχολή, τον «Οδυσσεβάχ», που μας ενηλικίωσε θεατρικά κι έτσι μας έδεσε με μια παιδική -σχεδόν- φιλία, καρπός της οποίας είναι η Κλοτίλδη. Στην Κλοτίλδη αντιμετωπίσαμε έναν πρωτόγνωρο φόρτο εργασιών. Πέρα από την ερμηνεία των αντίστοιχων ρόλων, αναλάβαμε τη διασκευή, τη σκηνοθεσία και το οργανωτικό κομμάτι της παράστασης. Ευτυχώς, ο κοινός στόχος και η ευχαρίστηση της συνεργασίας εξομάλυνε συνεχώς τις δυσκολίες.
Είστε δεκτικοί απέναντι στην κριτική, είτε αρνητική, είτε θετική;
Γ. Σ. : Η κριτική είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μας, και φυσικά μάς ενδιαφέρει κάποιος να μας ασκήσει κριτική. Χωρίς την κριτική δε μπορούμε κι εμείς να βελτιωθούμε, να εξελιχθούμε και να δούμε κάτι που πιθανόν δεν είχαμε σκεφτεί ως τότε. Αυτό είναι και το υπέροχο στο θέατρο, ότι όλα είναι θέμα γούστου και μια υπόθεση καθαρά προσωπική.
Α. Κ. : Η απειρία συχνά συνεπάγεται ένα άγχος που δεν τα πάει καλά με την κριτική, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Για να μπορέσεις να αφαιμάξεις τα ζωτικά σημεία μιας κριτικής και να επανατροφοδοτήσεις την εργασία σου πρέπει να είσαι ήρεμος. Οπότε, για να είμαι ειλικρινής, μάλλον σε δεύτερο χρόνο καταφέρνω να την επεξεργάζομαι.
Πώς βλέπετε το θέατρο αυτή την περίοδο; Θεωρείτε ότι υπάρχουν προσεγμένες και αξιόλογες θεατρικές παραγωγές ή εντοπίζετε κάποια προχειρότητα;
Γ. Σ. : Η αίσθηση μου είναι ότι τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερες νέες ομάδες κάνουν την εμφάνισή τους και προσπαθούν να δώσουν στίγμα στη θεατρική Αθήνα, με πολύ αξιόλογες προσπάθειες. Αυτό το στοιχείο μόνο αισιοδοξία μπορεί να μου φέρει για το μέλλον και για ο,τιδήποτε καινούριο ψάχνουμε. Προσεγμένες και πιο πρόχειρες δουλειές υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν. Το ζήτημα είναι να βλέπεις πίσω από μια παράσταση πραγματική ανάγκη έκφρασης και αγάπη για το ίδιο το θέατρο. Κι αυτό είναι κάτι που αισθάνομαι πως υπάρχει όλο και πιο πολύ, ως πρωταρχικό υλικό σε παραστάσεις.
Α. Κ. : Έχουμε τόσες πολλές παραστάσεις που είναι αδύνατον να τις δεις όλες, ακόμα κι αν κάθε μέρα πας θέατρο. Σε μια τέτοια πολυφωνία είναι λογικό να συναντάς δουλειές σε όλα τα μήκη του ποιοτικού φάσματος.
Εσείς παρακολουθείτε θέατρο γενικότερα;
Γ. Σ. : Προσπαθώ να παρακολουθώ όσο περισσότερο θέατρο γίνεται. Τον τελευταίο καιρό λόγω προβών με την Κλοτίλδη δεν είδα πολλές παραστάσεις, για να είμαι ειλικρινής. Αλλά το να παρακολουθείς θέατρο πέραν της ψυχαγωγίας, είναι και ένα ισχυρό εργαλείο της δουλειάς μας από άποψη ερεθισμάτων, εμπειρίας -μέσω του άλλου- και προσωπικής εξέλιξης. Καμιά φορά το να βλέπεις θέατρο είναι σημαντικότερο από το να νομίζεις ότι παίζεις.
Α. Κ. : Μ᾽αρέσει το θέατρο οπότε ναι, πηγαίνω.
*Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την παράσταση θα βρείτε εδώ.