Quantcast

Στο ιδιότυπο file του μυαλού του Λευτέρη Κεφαλά

Συνέντευξη: Κωνσταντίνος Δανός
Φωτογράφιση: Αγγελική Καλαμαρά

Αμέτρητες συνεργασίες, άπειρες δουλειές και project, μέρες χαοτικές και το ξυπνητήρι πάντα στις 7.00. Ο Λευτέρης Κεφαλάς κυνηγά τα after-office drinks στο κέντρο, τα ταξίδια-αστραπή στο Λονδίνο, πυροδοτεί συναισθήματα στον Red 96,3 με τις μουσικές του και φοράει καθημερινά το καπέλο του Managing Director στην Olive Media.

IMG_0261

Σε τι φάση σε πετυχαίνουμε; H καθημερινότητά σου πώς ορίζεται αυτό το διάστημα;
Η περίοδος αυτή είναι επιεικώς χαοτική και κυριολεκτικά στη μία ρόδα, κάνοντας ελαφρώς τον ακροβάτη και πολύ το ζογκλέρ ανάμεσα σε διαφορετικών αναγκών publishing projects, τα οποία σχεδόν όλα έχουν (surprise) ταυτόχρονα deadlines για να κλείσει με χαμόγελα και εντός εμπορικών στόχων το πρώτο 6μηνο της χρονιάς στη δουλειά, αναζητώ κάπου στις μέρες & νύχτες που εναλλάσσονται ιλιγγιωδώς το «ιερό δισκοπότηρο» που λέγεται «ελεύθερος χρόνος», ενώ προσπαθώ με πείσμα, πολλά κιλά ιδρώτα στο διάδρομο και ραμμένο στόμα να πετάξω από πάνω μου κάτι παραπανίσια κιλά, απόρροια της χειμερινής τεμπελιάς μου με τόνους thai food & ξένες σειρές. Υπάρχει ένα καλοραμμένο χειροποίητο κοστούμι στο οποίο οφείλω να χωρέσω τον Ιούλιο που παντρεύω τον καλύτερο μου φίλο και δεν θα αφήσω να με νικήσουν οι ramen soups! Κατά τα άλλα, ξυπνητήρι στις 7.00, γυμναστήριο στις 8.00, ραδιοφωνική εκπομπή στις 10.00-12.00 στον Red 96.3, αμέσως μετά στην Olive Media (InStyle, Fortune, People) όπου φοράω το καπέλο του Managing Director και καλούμαι να ντιλάρω από new business, creative solutions & παντώς είδους publishing issues, μέχρι multi-culti κρίσεις στη ροή της δουλειάς, σερί μέχρι το βράδυ. Κάπου ενδιάμεσα, κυνηγάω τα αναζωογονητικά after-office drinks στο κέντρο, τα ταξίδια-αστραπή στη «δεύτερη πατρίδα» μου το Λονδίνο, παλεύω να προλάβω να διαβάσω μερικές σελίδες από το Τhe Door της Magda Szabo πριν με πάρει ο ύπνος και να βάλω κανά δυο πλυντήρια οριακά πριν τα μεσάνυχτα με το φόβο να κατεβεί να με τραμπουκίσει ολόκληρη η πολυκατοικία. By the way, ένα βράδυ που ξεροστάλιαζα μέχρι να τελειώσει η πλύση, κάθισα και έφτιαξα μία playlist για να ακούω μέχρι το άπλωμα, με τίτλο «The Laundrettes», γυναικείες φωνές μόνο, από 20s-30s jazz μέχρι 80s synth pop, experimental, ambient & trip-hop. Θα μπορούσε να είναι και compilation στα δισκοπωλεία.

H δουλειά σου ανέκαθεν είχε σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητά σου. Έχεις διευθύνει και δουλέψει στα μεγαλύτερα ελληνικά μέσα και έχεις αφήσει παντού την δική σου ταυτότητα και υπογραφή, πάντα με ξεχωριστό τρόπο. Σε έναν σύντομο απολογισμό μπορείς να μου πεις τι έχει λάβει αυτά τα χρόνια από αυτόν το χώρο;
Ξεκινώντας στα περιοδικά στα 20 μου, τότε στο Status, πίσω στο 1996, εννοείται δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ, ούτε social media, ούτε καλά-καλά επαρκής ηλεκτρονικός εξοπλισμός για να δημιουργηθούν κείμενα και lay-outs των περιοδικών. Πρόλαβα οριακά τη δημιουργία «κασέ», δηλαδή σελίδων, με κοπίδι, ψαλίδι, κόλλα ειδική και όλα αυτά κάτι σαν χειροτεχνία, σελίδα-σελίδα μέχρι να δημιουργηθεί όλο το περιοδικό. Οι γραφιάδες των περιοδικών τότε γράφαμε χειρόγραφα και τα δίναμε να πληκτρολογηθούν. Κάνα χρόνο μετά πιάσαμε τους υπολογιστές, κάτι σαν αναβαθμισμένες γραφομηχανές, τα βλέπαμε σαν μηχανήματα του διαβόλου που συχνά-πυκνά χάνανε μεμιάς και τις 3000 λέξεις που έπρεπε να παραδοθούν το ίδιο απόγευμα (δεν είχαμε καλή σχέση με το save button) και μόνο εξορκισμό που δεν τους κάναμε να ανακτήσουν τα αρχεία. Καθοδόν και πριν το γύρισμα της χιλιετίας τα πάντα ευθυγραμμίστηκαν με μαγικό τρόπο. Πιο εξελιγμένα κομπιούτερ στη δουλειά, ίντερνετ (περιορισμένης ευθύνης, μεν), ακόμη περισσότερα ξένα περιοδικά που έφταναν μηνιαίως στο γραφείο, οπότε ακόμη περισσότερες πηγές έμπνευσης και μάτι στον κόσμο. Η ενημέρωσή μας γινόταν κατεξοχήν old skool: ξένος περιοδικός Τύπος. Διαβάζαμε, διαβάζαμε, διαβάζαμε. Όχι ξεφύλλισμα. Διάβασμα. Ντάνες ξένων περιοδικών. Αποκωδικοποιούσαμε editors και συγγραφείς, μαθαίναμε από την τεχνική τους και προσπαθούσαμε να υιοθετήσουμε το στυλ τους. Αλλά τις περισσότερες φορές απλά εμπνεόμασταν, πυροδοτούσαμε ιδέες και δημιουργούσαμε. Εκεί μάθαμε, άλλοι ευκολότερα, άλλοι δυσκολότερα, να ξεχωρίζουμε και εν συνεχεία να υπηρετούμε -σε ελληνική βερσιόν- τα διαφορετικά είδη γραφής: τη μυθιστορηματική-αφηγηματική γραφή των Αμερικανών του New Yorker, του Esquire, του GQ, του Harper’s και του Vanity Fair. Την ατακαδόρικη-προοδευτική-προβοκατόρικη γραφή των Άγγλων του Face, του Dazed & Confused, του i-D. Γραφιστικά περνούσαμε στο μικροσκόπιο σχεδιασμούς σελίδων, γραμματοσειρές και θέλαμε να μάθουμε μέχρι και το ιδιοσυγκρασιακό ή ακαδημαϊκό background του design director που αποφάσισε και έκανε το redesign που ξεφυλλίζαμε. Ίσως, ας πούμε, νοσταλγία και περηφάνεια για την καταγωγή του από τον αμερικανικό νότο να του είχε δώσει έμπνευση για τα western fonts που είχε βάλει σε κομβικά σημεία του ανασχεδιασμού του. Μαντεψιές με μια δόση έρευνας. Ρουφούσαμε πληροφορία σαν το σφουγγάρι, πληροφορία που όμως την έβρισκες τότε με το σταγονόμετρο και την εκτιμούσες σαν μικρό κόκκο χρυσού. Ενίοτε «δανειζόμασταν» γραφιστικές ιδέες. Ήταν τόσο άρτια κάποια πράγματα που βλέπαμε τυπωμένα. Και στην προσαρμογή τους στα δικά μας περιοδικά μαθαίναμε το πως και το γιατί που το κάνανε. The hard way. Αλλά μαθαίναμε. Εξάλλου όπως είχε πει και ο Πάμπλο Πικάσο,«”Οι καλοί καλλιτέχνες αντιγράφουν. Οι μεγάλοι καλλιτέχνες κλέβουν”. Και μέχρι σήμερα έχω τη χαρά και το προνόμιο να έχω δουλέψει με τους κορυφαίους Art Directors που έχουν περάσει από τα μεγαλύτερα ελληνικά μηνιαία περιοδικά. Αυτή η μίνι ιστορική αναδρομή αναγκαία για να δώσω εν μέρει πιο εύστοχα και κατανοητά την παρακαταθήκη τόσων χρόνων: προσωπική δίψα για πληροφόρηση και «long-form reads» ακόμη και κόντρα στις πιο αντι-tech συνθήκες (ξένα περιοδικά, βιβλία, εξειδικευμένος Τύπος, κλπ), αμέριστη εμπιστοσύνη στην ομάδα (ειδικά αν την έχεις εσύ επιλέξει), ίσες ευκαιρίες και καθοδήγηση στους πιτσιρικότερους της δουλειάς (για να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους), παραδοχή ότι «δεν μπορείς να τα ξέρεις όλα, οπότε άκου προσεκτικά τους συνεργάτες σου» και ανοιχτές κεραίες, ανοιχτά μυαλά στην εξέλιξη του Τύπου.

IMG_0232Untitled-1 (1)Υπάρχει εξέλιξη στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο; Πώς θα σχολίαζες το επίπεδο που βρισκόμαστε σαν χώρα αυτή τη χρονική στιγμή;
Ο έντυπος Τύπος, με θύτη την πανεύκολη πρόσβαση του ευρύ αναγνωστικού κοινού στο ίντερνετ,  παγκοσμίως έχει πάρει μια σημαντική κατηφόρα. Πωλήσεις έχουν μειωθεί, διαφημιστικά budgets έχουν συρρικνωθεί. Υπάρχει ανακατωσούρα, αλλά αυτό, εδώ και κάποια χρόνια, έβαλε τα μεγαλύτερα περιοδικά να ανασυνταχτούν και να αρχίσουν να καταστρώνουν μια πιο καλοδουλεμένη στρατηγική. Οι κορυφαίοι media analysts μπορεί να κοιμούνται και να ξυπνάνε με το γρίφο πάνω από το κεφάλι τους: «που πάνε τα περιοδικά;», όμως οι πιο έξυπνοι και διορατικοί εκδοτικοί όμιλοι του κόσμου έχουν αρχίσει και αναβαθμίζουν τους τίτλους τους, να τους προεκτείνουν σε εξω-εκδοτικές τεχνικές, να δημιουργούν ακόμη πιο αξιόλογο πρωτογενές υλικό στις πλατφόρμες τους, να εξειδικεύουν και να εξιδανικεύουν το προιόν τους, να επεκτείνουν το target group τους, να κάνουν ευδιάκριτα τα unique selling points τους, να σταματάνε τον αχταρμά, να δημιουργούν όσο το δυνατόν πιο ευκρινές personalized experience στον αναγνώστη του περιοδικού τους. Όλο αυτό είναι σαφώς πιο στρωτή υπόθεση και απλή, καθημερινή ρουτίνα στο digital, όπου analytics, data, δημογραφικά και insights λειτουργούν ως όπλα στη φαρέτρα του κάθε τίτλου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι παγκόσμιες τάσεις στο publishing, είτε στο print, είτε στο digital, δίνουν γραμμή και στα ελληνικά μέσα. Οι πλατφόρμες είναι ίδιες, οι τεχνολογίες είναι παραπλήσιες, η γλώσσα περιεχομένου μόνο αλλάζει και το αναγνωστικό κοινό. Κάποιοι το έχουν πάρει μυρωδιά και κινούνται σε κοντινές τροχιές, άλλοι πάλι νομίζουν ότι ζουν ακόμη στα εκδοτικώς μονοδιάστατα 90s. Δεν νοείται πια τίτλος περιοδικού παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα, χωρίς τους «δορυφόρους» του, το website, τα social media, τα special events. Τα ελληνικά websites που δεν υποστηρίζονται από ομότιτλο έντυπο είναι άλλη ιστορία. Εκεί το business model είναι άλλο. Η ψαλίδα που στοιχειοθετεί το επίπεδο εκεί είναι ανοιχτότατη. Άψογοι επαγγελματίες, «περαστικοί» γραφιάδες, websites με ήθος, καλοδουλεμένο περιεχόμενο και συνέπεια, websites που απορείς πως είναι δυνατόν σε 80 λέξεις να υπάρχουν τόσα πολλά ορθογραφικά και συντακτικά λάθη, κλπ. Του ύψους και του βάθους. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο εδώ, μια χαρά συμβαίνει και έξω.

Υπάρχει τελικά αυτό το «μικρόβιο» στο χώρο μας; Αν μπεις ενεργά μια φορά στον κόσμο των media τον αποχωρίζεσαι δύσκολα;
Εξαρτάται από την εξειδίκευση που έχει πάρει κάποιος στη «χοάνη» που λέγεται media, τις εμπειρίες που θέλει να συλλέγει, τις αντοχές που προτάσσει, τους στόχους που βάζει, ενώ είναι κάτι παραπάνω από υποχρεωτική αυτή η κομβική απομυθοποίηση του χώρου που οφείλει να σερβίρει εν καιρώ στον ίδιο του τον εαυτό ώστε να συνεχίσει μετέπειτα με την ίδια ζέση κι αντιμετωπίζοντας τα media ως «δουλειά», υπερδημιουργική μεν, όχι όμως τσίρκο μεντράνο. Αν κρίνω πάντως από προσωπικά τολμήματα, όπου δυο φορές στο παρελθόν πήρα απόφαση -σχεδόν απηυδισμένος και κουρασμένος- να «ξεμπλέξω», απασχολούμενος με περιφερειακές των media δραστηριότητες και σε λιγότερο από 3 μήνες επέστρεψα σχεδόν στερημένος, τότε μάλλον ναι, το «μικρόβιο» των media είναι ισχυρότατο.

IMG_0254

Είναι μια δουλειά με ένταση, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, μια δουλειά που ζητά αφοσίωση και πάθος. Σε φόβισαν ποτέ αυτά; Πέρασες ποτέ την φάση του δεν έχω προσωπικό χρόνο, παρά μόνο χρόνο για δουλειά;
Σχεδόν 20 χρόνια από την πρώτη μου δουλειά και υπάρχουν ακόμη κάποιες περίοδοι μέσα στη χρονιά όπου δουλεύοντας ταυτόχρονα projects για το InStyle για το Fortune και για το People, ψάχνω να βρω που εξανεμίστηκε το 24ωρο. Ευτυχώς που πλέον υπάρχει και η πείρα και η εμπειρία, αλλά κυρίως οι γραμμένες ώρες πτήσης σε crisis management που κουμπώνουν στην εξίσωση, που με επαναφέρουν στην τάξη και σε λογικά ωράρια. Και όχι, δεν με φόβισαν ποτέ οι γρήγοροι ρυθμοί και αυτή η υπέρμετρη κατάθεση ψυχής, γιατί όταν δημιουργείς, από ένα περιοδικό μέχρι μια creative ενέργεια, βάζεις ψυχή, συναίσθημα και ένα κομμάτι του εαυτού σου. Από τις πιο μεγάλες επιτυχίες και τις πιο απρόβλεπτες γκέλες, τα εμπνευσμένα παραγωγικά ξενύχτια ή τις άσκοπες, πεταμένες εργατοώρες που οδηγούσαν σε αδιέξοδο, μέχρι τις ιλιγγιώδεις ταχύτητες στη δημιουργική διαδικασία, σχεδόν όλα τα έχω καταχωρήσει και συνεχίζω να τα καταχωρώ σε ένα ιδιότυπο file του μυαλού μου με τίτλο «life lessons». Παραδείγματα προς αποφυγή, περιστατικά προς μίμιση, χειρισμοί «best practices», όλα εκεί, να δώσουν πολύτιμη γνώση.

Υπάρχει ένα φασόν στα ελληνικά μέσα, που υποτίθεται φέρνει και την επιτυχία. Θεωρείς πως είναι μια προχειρότητα που έχει εκπαιδευτεί το κοινό να βλέπει; Βλέπεις πράγματα που είναι εκτός της αισθητικής και της λογικής σου;
Νομίζω ότι πλέον οι «όχι και τόσο θερμοί media επαγγελματίες», ή αλλιώς οι πιο «πασαλειμματίες» επικαλούνται σε μεγαλύτερη συχνότητα την επίφαση της οικονομικοκοινωνικοπολιτικής αστάθειας απέναντι στον αναγνώστη/θεατή/ακροατή για να σερβίρουν ακόμη πιο χαμηλής αισθητικής αποτέλεσμα, ακόμη πιο χαμηλού επιπέδου προϊόντα, ακόμη πιο κακών κι ασύντακτων ελληνικών διαλόγους και κείμενα, ακόμη πιο αδιάβαστων κειμενογράφων και παρουσιαστών πρόζες. Με εκνευρίζει η λογική κάποιων που αντιμετωπίζουν το κοινό, εν μέσω εθνικής θαλασσοταραχής, σαν τον ναυαγό του Τομ Χανκς, πλασάροντάς του σαν το μάννα εξ’ ουρανού μια «ξεφούσκωτη μπάλα βόλεϊ» για συντροφιά και περιμένουν να πάρουν και τα εύσημα για την κραυγαλέα προχειρότητά τους. Το κοινό πλέον ξέρει τι του πασάρεις, έχει αρχίσει και σκέφτεται, αξιολογεί, αντιδρά και ξεσκαρτάρει, το βλέπεις πια στα comments στα social media κάτω από ποσταρισμένες προχειράτζες, το ενοχλεί το φασόν που στηρίζεται σε λέξεις-κοσμογονία όπως «Σοκ», «Φρίκη», «Δείτε το πριν το κατεβάσουν», που κάποιοι στοιβάζουν σε μπολνταρισμένους τίτλους και τηλεοπτικά κρόουλ.

IMG_0211

Καθημερινά σε ακούμε στον Red 96,3. Τι γίνεται όταν φτάνει η στιγμή να μπεις στο στούντιο; Πώς λειτουργεί για σένα το ραδιόφωνο;
Όταν φτάνει η στιγμή να μπω στο στούντιο του Red 96,3 είναι πρωί, 10.00 και κάτι ψιλά, τις μισές φορές έχω οριακά καθυστερήσει, οπότε μπαίνω με την ψυχή στο στόμα και με περίπου 50 δευτερόλεπτα να υπολείπονται στο κομμάτι που παίζει μέχρι να βγω στον αέρα για την πρώτη χαιρετούρα της εκπομπής. Σε 50 δευτερόλεπτα έχω δώσει φυσιολογικό τέμπο στις αναπνοές μου που μέχρι πριν λίγο ήταν σαν σε ολυμπιακό 100άρι, έχω συντάξει τις ατάκες μου ήδη στο κεφάλι μου, έχω φτιάξει τη θερμοκρασία στο στούντιο, έχω ρυθμίσει το φωτισμό, έχω πειράξει τις εντάσεις σε μικρόφωνο κι ακουστικά και κάπως έτσι βγαίνει το πρώτο on της εκπομπής! Το ραδιόφωνο είναι ψυχοθεραπεία. Είναι και ευθύνη. Είναι αυτή η τρομακτική αμεσότητα, αυτό που λες το ακούνε μερικές πολύ σημαντικές χιλιάδες κόσμου που σε έχουν επιλέξει εκείνη τη στιγμή που ξεστομίζεις ό,τι ξεστομίζεις, άλλοι θα συμφωνήσουν, άλλοι θα διαφωνήσουν, οφείλεις να κρατάς τις ισορροπίες. Δεν είμαι εκεί για να κάνω ούτε το μάγκα, ούτε τον ξερόλα, ούτε το λαϊκό δικαστήριο, ούτε να φλομώσω τους ακροατές στην παρλαπίπα. 10 με 12 πρωί το κοινό έχει «άλλου» είδους ψυχολογία και απαιτήσεις. Θέλει την παρέα σου και την ατάκα σου, αλλά μετρημένη, μην το πολυσκοτίζεις. Θέλει τις δυνατές ροκ μουσικές σου, θέλει να του πυροδοτήσεις συναισθήματα, να μοιραστείς μαζί του χρηστική επικαιρότητα, να του δώσεις ιδέες, να το ενημερώσεις για μικροπράγματα που πιθανώς παίζουν ρόλο, όπως για παράδειγμα μια καινούρια τηλεοπτική σειρά με αποθεωτικό ροκ σάουντρακ για να την ψάξει το βράδυ, αλλά μην το αρχίσεις σε αναλύσεις και φιοριτούρες, θα βαρεθεί.

Σχετίζεις μουσικές και κομμάτια με στιγμές σου; Κάνεις  χρόνια ραδιόφωνο, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αγάπη και αφοσίωση στη μουσική;
Ίσως η πλειοψηφία των πιο σημαντικών στιγμών μου έχουν καταγραφεί στο σκληρό του μυαλού μου με συνοδεία μουσικής. Ένα encore κομμάτι, συνασθηματικός δυναμίτης, ξημερώματα κι ενώ βρίσκομαι στο ground zero ενός καλοκαιρινού dancefloor ανάμεσα σε 2500 άτομα, χαζεύοντας ακίνητος στο βάθος την πιο εμψυχωτική ανατολή ηλίου. Μια instrumental μελωδία σιγοντάρει μια από τις σπουδαιότερες επαγγελματικές μου στιγμές, που όταν τη σκέφτομαι μοιάζει πια σαν βιντεοκλιπ του ίδιου του κομματιού. Νέες γνωριμίες, χωρισμοί, απρόβλεπτα σε ταξίδια, επικά στιγμιότυπα με φίλους ή σχέσεις, όλα αποκτούν μια άλλου είδους βαρύτητα και ανοσία στη φθορά του χρόνου όταν τα έχεις ταιριάξει και ζευγαρώσει με μουσική.

IMG_0289

Κινείσαι αρκετά στο κέντρο της Αθήνας. Υπάρχει αλήθεια το αθηναϊκό nightlife; Βρίσκεις ενδιαφέρον σε πράγματα που γίνονται στην Αθήνα σήμερα και έχουν ποιότητα διασκέδασης και ψυχαγωγίας;
Φυσικά και υπάρχει αθηναικό nightlife. Και το λέω με τη βαρύτητα κάποιου που έχει παρτάρει σαν να μην υπάρχει αύριο στα επικά χρόνια των mega-clubs. Τότε που το να βγεις από το club και να είναι ακόμα νύχτα ήταν μέγιστη προσβολή προς τον ίδιο σου τον εαυτό! Μέσα στα χρόνια το αθηναϊκό nightlife εξελίσσεται, μεταλλάσσεται, αλλάζει στέκια, υιοθετεί ιδέες, look & feel και υπηρεσίες που συνιστούν τα παγκόσμια trends, γίνεται πιο κομψό, σαφώς περισσότερο επιλεκτικό, ενίοτε αφοριστικό, με έμφαση στο to-know-us-better και κάπως έτσι βρεθήκαμε με 80τόσα (νομίζω) μπαρ κάτω από το Σύνταγμα τα τελευταία χρόνια. Έχω 4-5 σταμπαρισμένους προορισμούς ως οψιόν για after-office drinks. Jokers, Speakeasy, Jazz In Jazz, Blue Bird, Noel. Επίσης δεν χάνω συναυλία επί αθηναϊκού εδάφους που παίζει τις μουσικές μου. Τα τελευταία καλοκαίρια οι διοργανωτές δουλεύουν πολύ πιο έξυπνα και πετυχημένα τα line-ups, έχουν πιάσει ναι μεν τι θέλει ο κόσμος, αλλά πλέον παίρνουν κι αυτό το ελαφρύ ρίσκο του να πλαισιώσουν ένα φεστιβάλ και με νέα προτάση. Η οποία «νέα πρόταση» μπορεί ας πούμε να είναι headliners στην Left Field stage του Glastonbury την ίδια χρονιά, αλλά εμείς εδώ στο Ελλάντα όσο να ‘ναι έχουμε τα κολλήματά μας. Συνοπτικά: υπέροχα bars έχουμε, high-end gastronomy και υψηλής αισθητικής εστιατόρια έχουμε, συναυλίες έχουμε (αν και θέλουμε υπερδιπλάσιες στη χρονιά για να ισιώσουμε), λίγο λιγότερη γκρίνια να έχουμε και νομίζω βρισκόμαστε σε καλό δρόμο.

Το φετινό σου καλοκαίρι θέλεις να έχει…
…Όχι την πολιτικοκοινωνική ανακατωσούρα του προηγούμενου καλοκαιριού. Όχι φοροτσουνάμι στο εκκαθαριστικό μου. Όχι άλλη τραμπουκοτρολαρία στο timeline μου.

More Stories
vd
Dialogues: Βασίλης Διαμαντόπουλος
DIDÉE.GR