Γράφει η Μάτα Λίτου
Εσένα πόσο καιρό σου πήρε να σταματήσεις να μιλάς για το Suntan από τη μέρα που το είδες; Έστω – επαναδιατυπώνω – πόσο καιρό τριγύριζε στο κεφάλι σου σε συνδυασμό με όλες εκείνες τις σκοτεινές και συγχρόνως καθημερινές σκέψεις που προέκυψαν από αυτή; Επίσης, εσύ που δεν έχεις καταλάβει σε τι ακριβώς αναφέρομαι, πώς κατάφερες να ξεφύγεις από το φτωχό πλην εύστοχο μάρκετινγκ της τελευταίας και τρίτης κατά σειρά μεγάλου μήκους ταινίας του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου;
Με λίγα λόγια, σε μία Ελλάδα κινηματογραφικά ηττημένη, ο Παπαδημητρόπουλος μέσα από το Suntan έγινε ο από μηχανής θεός που σε (ξε)σήκωσε από τον καναπέ για να δεις – μετά από καιρό – καλό ελληνικό κινηματογράφο με το Suntan να λειτουργεί σαν ένας απινιδωτής που φέρνει πίσω στη ζωή την ετοιμοθάνατη, εγχώρια έβδομη τέχνη στο πιο κρίσιμο λεπτό. Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η προς το παρόν αγαπημένη του ταινία, ενώ σύμφωνα με έναν θεατή, ένα «οπτικοακουστικό βρώμικο, άνισο, ύπουλο παιχνίδι με το μυαλό σου».
Σκοπός της παρακάτω συνέντευξης είναι να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον άνθρωπο πίσω από το έργο αλλά συγχρόνως μέσα από αυτό. Ένα βράδυ στα μέσα Μαΐου, με τις πρώτες ζέστες να προοικονομούν ένα ακόμη ανυπόφορο καλοκαίρι, συναντηθήκαμε σε ένα μπαράκι κοντά στη Μακρυγιάννη. Μου απάντησε σε μία σειρά ερωτήσεων σχετικά με το τι σκεφτόταν από τη στιγμή που αποφάσισε μέχρι τη στιγμή που ολοκλήρωσε την ταινία – αυγουστιάτικο έγκαυμα τρίτου βαθμού, από εκείνα που τα βράδια σε στριφογυρίζουν επίπονα πάνω στα σεντόνια, που όπου κι αν ακουμπήσεις πονάει, που δε σε αφήνουν να κλείσεις μάτι, την ταινία που βγαίνοντας από την αίθουσα νιώθεις ότι σε γονάτισε, ότι σου έσκαψε μία πληγή πιο βαθιά ακόμη και από την ψυχή σου.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την ταινία Suntan;
Στην Αντίπαρο πηγαίνω από έφηβος μέχρι σχεδόν μεσήλικας, οπότε την έχω δει με δέκα διαφορετικούς τρόπους. Ήθελα λοιπόν να περιγράψω όλο αυτό το φάσμα. Η Αντίπαρος είναι ένα νησί που αγαπάει τις ηδονές και πολύ συχνά σκεφτόμουν πώς μπορεί να νιώθει ένας άνθρωπος, ο οποίος δεν έχει πρόσβαση στις ηδονές, σε αυτό το μέρος. Γιατί ο κόσμος δε χωρίζεται μόνο σε πλούσιους, φτωχούς, κοντούς, ψηλούς, όμορφους, άσχημους. Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι λόγω προσωπικότητας, έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση στην ηδονή από άλλους που τις κοιτάνε απ’ έξω. Οπότε σκέφτηκα αυτόν τον άνθρωπο, που ναι μεν δεν έχει πρόσβαση στις ηδονές αλλά λόγω ειδικότητας και θέσης έχει πρόσβαση στα κορμιά. Μέσα από το Suntan γιορτάζεις τη δύναμη και την ομορφιά του νεανικού κορμιού αλλά από την άλλη μιλάς και για την αναπόφευκτη παρακμή του. Σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ ωραίο να έχεις ήρωα έναν γιατρό με πρόσβαση σε όλων των ειδών τα κορμιά.
Γιατί πιστεύετε ότι ο κόσμος αγκάλιασε τόσο θερμά την ταινία;
Αρχικά το Suntan είναι μία ταινία που επικοινωνεί εύκολα. Χωρίς να είναι ρηχή, είναι μία ταινία που μπορεί να τη δει κάποιος και να καταλάβει τα πάντα. Από την άλλη βέβαια σου δίνει τη δυνατότητα αν θες να το ψάξεις παραπέρα σε δεύτερα και τρίτα επίπεδα να πας, όπως όλες οι ταινίες. Πέρα όμως από το ότι είναι μία ταινία «βατή» και θριαμβολογεί για το αθάνατο ελληνικό καλοκαίρι δείχνοντάς σου εικόνες που έχεις ζήσει και είναι υπέροχες, νομίζω ότι έχει να κάνει με το ότι μιλάει για κάποια σκοτάδια που όλοι έχουμε μέσα μας και μιλάει ανοιχτά γι’ αυτά. Δεν ντρέπεται να πει ότι όλοι έχουμε μία πλευρά η οποία μας φοβίζει και η οποία τρέφεται με σκατά, η οποία υποφέρει, η οποία θέλει αγάπη. Ουσιαστικά είναι μία ταινία για την αγάπη χωρίς να ντρέπεται να πει ότι χρειάζεσαι αγάπη.
O πρωταγωνιστής, ο Κωστής, τι ερωτεύτηκε τελικά; Την ίδια την Άννα, όλα αυτά που συμβόλιζε η Άννα ή τον εαυτό του μέσα από την επαφή μαζί της;
Πάντα, όταν ερωτεύεσαι, ερωτεύεσαι τον εαυτό σου μαζί με τον άλλο. Για την ακρίβεια και τον εαυτό σου μαζί με τον άλλο. Ερωτεύεσαι και αυτόν και ό,τι συμβολίζει, ό,τι φέρνει μαζί του και ερωτεύεσαι την εικόνα σου δίπλα σ’ αυτόν. Γιατί όταν ερωτεύεσαι αλλάζεις τελείως, κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και είσαι ο πιο γαμάτος τύπος. Κι όταν σου λείπει όλο αυτό, το να ξυπνούν τα συναισθήματά σου, κοιτάζεσαι και δεν είναι πολύ ωραίο αυτό που βλέπεις.
Πώς είναι δυνατόν ένας μόνο θεατής να καταφέρνει να ταυτίζεται – αν όχι με όλους με τους περισσότερους – από τους χαρακτήρες της ταινίας;
Για μένα αυτό είναι το μυστικό της ταινίας, κάπου εκεί κρύβεται η όποια επιτυχία της, στο ότι όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι αναγνωρίσιμοι κι όλοι αυτοί έχουν κάτι από εσένα. Όλοι είμαστε κρυφά κρετίνοι όπως ο Τάκης, όλοι είμαστε και λίγο παραμελημένοι όπως ο Κωστής, όλοι είμαστε και λίγο αλαζόνες όπως ο Τζέισον, όλοι είμαστε και λίγο συντηρητικοί παραπονιάρηδες, όπως ο δήμαρχος. Δηλαδή όλοι έχουμε κάποιο κοινό με αυτούς κι αν δεν έχουμε αναγνωρίζεις κάποιον άλλον που ξέρεις. Αν αύριο σου ζητήσω να κάνεις το Suntan με ένα δικό σου cast που να μην είναι ηθοποιοί, θα βρεις. Θα πεις, ο θείος μου θα είναι ο δήμαρχος, ο μπαμπάς μου ο μανάβης, ο γκόμενος της αδερφής μου ο Τάκης. Εμένα αυτό που με ενδιέφερε όταν δούλευα την ταινία – γι’ αυτό δεν γράφω και σενάρια, αυστηρά με διαλόγους αλλά τα δουλεύω με τους ανθρώπους – είναι για να βρούμε κάποιον με τον ηθοποιό παρέα που να μας εμπνέει γι’ αυτό το ρόλο. Φτιάχνουμε ουσιαστικά το ρόλο από ανθρώπους που ήδη ξέρουμε. Αυτό είναι το κακό που συμβαίνει με πολλές ταινίες, ότι ένας άνθρωπος έχει φτιάξει όλους αυτούς τους ρόλους και τελικά όλοι οι άνθρωποι μιλάνε την ίδια γλώσσα. Δεν είναι έτσι, ο κάθε ρόλος πρέπει να μιλάει τελείως διαφορετικά από τον άλλο.
Τελικά ο σκοπός σου ποιος ήταν, να μας διασκεδάσεις ή να μας γονατίσεις με αυτή την ταινία;
Ανάλογα τι εννοείς με τη λέξη διασκέδαση. Όλες οι ταινίες οφείλουν να σε διασκεδάσουν κιόλας αλλά αν με τη λέξη διασκέδαση εννοείς να πέσεις κάτω και να λυθείς στα γέλια, σε καμία περίπτωση δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Πιο πολύ με τον αμερικάνικο όρο, το “entertain” ναι, να σε ψυχαγωγήσω. Νομίζω ότι η ταινία έχει και πάρα πολύ χιούμορ κι όταν έχεις φτιάξει κάτι το οποίο έχει τόσο χιούμορ, τα σκοτάδια φαίνονται ακόμη πιο βαριά. Δηλαδή αν ήταν μία ταινία σκοτεινή από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν ξέρω αν θα ήταν ίδια η επιτυχία της, δεν ξέρω αν θα το σήκωνε το τόσο πολύ σκοτάδι. Ενώ τώρα που όλοι περνάνε τέλεια, χορεύουν και διασκεδάζουν, όταν σκοτεινιάζει, σκοτεινιάζει πιο βαθιά.
Γνωρίζω ότι πήγες πρώτη φορά στην Αντίπαρο στα δεκαπέντε σου. Πώς προέκυψε αυτό το ταξίδι και μετά πως συνέχισες να πηγαίνεις;
Είχα πει ψέματα στους γονείς μου ότι θα πάω διακοπές με το μεγάλο μου αδερφό, ο οποίος είχε πάει στην Πάρο. Εγώ είχα πάει στην Ίο, γιατί μικρός ήμουν πανκ, παρέα με τους φίλους μου για να ζήσουμε το πανκ lifestyle της Ίου. Μετά πήγα στην Πάρο για να συναντήσω τον αδερφό μου και να φύγουμε υποτίθεται μαζί και τους βρίσκω να περνάνε απαίσια και τους λέω «δεν πάμε απέναντι στην Αντίπαρο, που έχω ακούσει ότι κάνει διακοπές και ο Πανούσης;». Ήμουν πολύ μεγάλος φαν του Πανούση. Πήγα λοιπόν με τους φίλους του αδερφού μου στην Αντίπαρο και από τότε δεν ξεκόλλησα ποτέ.
Τον Πανούση τον βρήκατε;
Τον Πανούση τον γνώρισα φέτος. Τον γνώρισα ενώ γυρίζαμε το Suntan. Πάντα τον έβλεπα στην Αντίπαρο αλλά ντρεπόμουν να του μιλήσω.
Η Αντίπαρος έχει αλλάξει από τότε; Γενικά η ιδέα «ελληνικό καλοκαίρι» πόσο έχει αλλάξει από τότε που πρωτοπήγες στην Αντίπαρο;
Το ελληνικό καλοκαίρι είναι ένα πράγμα που δε θα αλλάξει ποτέ. Ειδικά οι Κυκλάδες έχουν αυτή τη μοναδική ενέργεια, αυτή τη μοναδική εικόνα, την «ξεραΐλα», η οποία εμένα με συγκινεί πάρα πολύ, με γοητεύει, με διεγείρει, με ερεθίζει, μου προκαλεί φοβερά συναισθήματα. Σαν τις Κυκλάδες δεν έχω τίποτα. Με συγκινεί αυτός ο τόπος. Αυτή η σκέψη πως επιβίωσαν οι άνθρωποι τόσα χρόνια σε ένα πράγμα που δεν φυτρώνει τίποτα, που είναι σκληρό με έναν ήλιο αδυσώπητο, ο χειμώνας είναι βάρβαρος, ο αέρας σου παίρνει το σπίτι και το πετάει στη θάλασσα. Κρύβει πίσω του κάτι ηρωικό. Χρωστάμε μεγάλη ευγνωμοσύνη στα γαϊδούρια και στα μουλάρια, κανονικά ο καθένας θα έπρεπε να έχει σπίτι του ένα γαϊδούρι και να το ταΐζει βιολογικά καρότα. Το ελληνικό καλοκαίρι δεν έχει αλλάξει, τα νησιά αλλάζουν, ο κόσμος προχωράει πολλά πράγματα που αλλάζουνε με βρίσκουν και διαφωνώ, άλλα με βρίσκουν να διασκεδάζω, άλλα μου είναι αδιάφορα αλλά δε νομίζω ότι υπάρχει κάτι πιο καθαρτικό στη δική μου ψυχή από το να περνάω αρκετό καιρό στις Κυκλάδες. Το θεωρώ συγκλονιστικό, αυτό το σκληρό φως, το πεντακάθαρο νερό, αυτή η ασπρίλα που αντανακλά παντού και σου καίει τα μάτια, η ξεραμένη βλάστηση, όλες αυτές οι εικόνες που μπορώ να τις κοιτάω συνέχεια και να τις τραβάω συνέχεια. Αν τα μάτια μου δεν πάθουν hangover από το φως της Κυκλάδας, νιώθω πως δεν πήγα διακοπές.
Κάποιο καλοκαίρι που θυμάσαι πιο έντονα;
Πάρα πολλά, ειδικά στην Αντίπαρο μπορώ να ξεκινήσω τώρα και να σου λέω ιστορίες που δεν θα τελειώσουν ποτέ. Μερικές από αυτές με έναν υπόγειο τρόπο έχουν μπει και μέσα στο Suntan, έχει πολλά δικά μου πράγματα αν και σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτοβιογραφική.
Βλέποντας τις ταινίες σου, το “Bank bang”, το πολυαγαπημένο μου “Wasted youth”, το “Suntan”, παρατηρώ πως υπάρχουν και στα τρία πολλά οξύμωρα στοιχεία από τους πρωταγωνιστές μεταξύ τους, τις ζωές τους, τους χαρακτήρες, το χάσμα γενεών είναι πάντα δύο άκρα.
Αυτό συμβαίνει γιατί εγώ είμαι ένας ακραίος χαρακτήρας. Δηλαδή, ή θα κοιμηθώ δώδεκα ώρες ή θα κοιμηθώ τρεις. Ή θα πιω εννιά τζιν τόνικ ή δεν θα πιω κανένα, τη μία μέρα νιώθω δεκάξι και την άλλη ογδόντα. Γενικά είμαι άνθρωπος που αγαπάω το άκρα και κινούμαι μέσα σε αυτά. Πολεμάω συνέχεια να συμβιβαστώ με τη μέση, την πραγματικότητα, οπότε φαντάζομαι όλες οι ταινίες μου και αυτές που ελπίζω ότι θα κάνω, πάντα έχουν να κάνουν με δίπολα.
Το Suntan είναι ακραίο δίπολο. Καλοκαίρι-Χειμώνας, κρύο-ζέστη, ομορφιά-ασχήμια, είναι γεμάτο δίπολα, οπότε νομίζω πως αυτό κάπως με εμπνέει, με εξιτάρει. Χρίζει ψυχανάλυσης. Αυτό με γοήτευσε και στο “Bank Bang” και δέχθηκα να το αναλάβω- γιατί το σενάριο δεν είναι δικό μου, είναι του Βασίλη Χαραλαμπόπουλου. Το ότι βρήκα ακραία και ταυτίστηκα.
Οτιδήποτε είναι στη μέση κάπως το βρίσκω βαρετό, τα ημίμετρα, τις μετριότητες. Προτιμώ τους ανθρώπους που πίνουν τον καφέ τους με έξι κουταλιές ζάχαρη ή σκέτο. Προφανώς βέβαια δεν έχω κάτι με αυτούς που πίνουν μέτριο τον καφέ τους. Αν ακούσω κάποιον να ζητήσει έναν καφέ με εφτά κουταλιές ζάχαρη θα γυρίσω να τον κοιτάξω με ενδιαφέρον. Θα πω «Α! Αυτός κάτι έχει». Εγώ τον πίνω σκέτο αλλά θα σκεφτώ πως μπορεί κάποιος να είναι έτσι. Γενικά με ενδιαφέρουν οι ακραίοι χαρακτήρες. Ειδικά στο σινεμά. Γενικά είναι δύσκολο να κάνεις ταινίες με μέτριους χαρακτήρες. Το στοίχημα στο Suntan αυτό ήταν. Είναι ένας πολύ απλός άνθρωπος αυτός που γνωρίζεις στην αρχή και θέλω να δω μέχρι που μπορώ να τον φτάσω. Πού μπορεί να φτάσει αυτός ο άνθρωπος;
Μέσα στην ταινία δε μαθαίνουμε τίποτα για το παρελθόν του Κωστή, υποψιάζομαι εσκεμμένα. Ο Κωστής μέσα από την επαφή με την Άννα και την παρέα της τι έκανε; Έζησε μία νιότη που δεν είχε ζήσει; Ή απλά περνούσε μία κρίση ηλικίας;
Όλα μαζί, μία ξαφνική ακραία εφηβεία, εν μέσω middle life crisis. Γι’ αυτό είναι και η πιο σκληρή ντόπα αυτή. Εκεί που είσαι σε ένα βαλτωμένο πράγμα ξαφνικά μία ένεση εφηβείας, είναι μία ορμονική έκρηξη πιο δυνατή από κάθε ναρκωτικό εκεί τον τελείωσες. Ο Κωστής παθαίνει αυτό που παθαίνουμε όλοι οι άνθρωποι σε όλες τις σχέσεις μας και στις καθημερινές μας όχι μόνος στις ερωτικές. Κανείς μας δεν είναι ευχαριστημένος από το πώς αγαπιέται. Η Άννα τον αγαπούσε τον Κωστή αλλά με το δικό της τρόπο. Αυτός είναι ο τρόπος της, αυτό μπορεί αλλά τον αγαπούσε, τον χαιρότανε κι όταν γυρνάει πέφτει κατευθείαν στην αγκαλιά του και του λέει «Μου έλειψες» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ντε και καλά πρέπει να είμαστε από το πρωί μέχρι το βράδυ μαζί και ο Κωστής αυτό δεν μπορεί να το καταλάβει. Διότι αυτό το κορίτσι δουλεύει με αυτούς τους κώδικες. Η Άννα στο δικό μου μυαλό (φυσικά κάθε θεατής έχει το δικαίωμα να το δει όπως θέλει δεν έχει κάνει κανένα λάθος) βασικά κάνει πολύ καλά. Κάνει ό,τι και ο Χάρης στο “Wasted Youth” δε σπαταλάει τη μέρα του και τα νιάτα του, κάνει skate, μέσα σε μία μέρα χαμούρεψε δύο, τρία κορίτσια, βοήθησε το φίλο του στη δουλειά του, τσακώθηκε με τον πατέρα του, πήγε να δει τη μητέρα τους στο νοσοκομείο. Έτσι και η Άννα, ζει τα νιάτα της, κάνει ό,τι γουστάρει.
Για εσένα τι είναι το “Suntan”;
Η αγαπημένη μου ταινία. Ελπίζω να είναι η αγαπημένη μου ταινία μέχρι την επόμενη.
Την ευχαριστήθηκες τόσο πολύ;
Για μένα το Suntan ήταν και μία φοβερή εμπειρία για το πώς γυρίστηκε. Πέρα από το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, το Suntan ήταν ένα τεράστιο και προσωπικό και κοινωνικό πείραμα. Να πάρω όλους αυτούς τους διαφορετικούς ανθρώπους, τους φίλους, τους γνωστούς, άγνωστους να τους ενώσω, να τους βάλω να περάσουν δύο μήνες σε σκηνές, σε ένα κάμπινγκ και να δουλεύουν σκληρά για να βγει ένα πράγμα που σχεδόν όλοι όσοι ήταν εκεί να το αγαπάνε το ίδιο. Για τους περισσότερους ήταν μία ταινία-εμπειρία.
Εγώ αναρωτιέμαι πώς θα φανούν οι επόμενες δουλειές στην Έλλη Τρίγγου μετά από μία τόσο δυνατή εμπειρία.
Νομίζω ότι είναι πολύ έξυπνη. Θα βρει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει. Είναι διαμάντι. Θα διαλέξει πολύ σωστά πράγματα στην πορεία της. Δε νομίζω ότι θα κάνει λάθος επιλογές. Φυσικά έχει το δικαίωμα να κάνει όσα λάθη θέλει, γιατί είναι πολύ νέα και γαμάτη και να κάνει όλα τα λάθη που κάναμε όλοι μας αλλά είναι ένα κορίτσι με φοβερή αντίληψη. Την πρώτη φορά που είδε κάμερα και συνεργείο στη ζωή της είναι στη σκηνή που μπαίνει στο σπίτι του Κωστή, εγώ εκεί ανατρίχιασα. Την ώρα που γυρίζαμε αυτή τη σκηνή – γιατί μέχρι εκείνη τη στιγμή είχα την ανησυχία μου αν είχα κάνει τη σωστή επιλογή – πήρα τον κολλητό μου και διευθυντή φωτογραφίας στην άκρη και γελάγαμε σαν μωρά από τη χαρά μας. Γιατί αν η Άννα δεν ήταν σωστή, αν δε δούλευε σαν χαρακτήρας δε θα δούλευε τίποτα. Ειδικά όταν έχεις έναν τόσο σπουδαίο ηθοποιό και τόσο έμπειρο όπως ο Μάκης θα μπορούσε να την καταπιεί, να την κάνει ασήμαντη και να μη στέκει η ιστορία μετά. Ο Μάκης δε θα το έκανε ποτέ βέβαια αυτό γιατί ξέρει να το χειριστεί. Η Έλλη έχει αυτό το τσαγανό, αυτή τη μαγκιά και αυτό το ταλέντο να το διαχειριστεί όλο αυτό ολόκληρη η ταινία θα ήταν μία αποτυχία.
Τους ηθοποιούς πώς τους επέλεξες;
Για τον Κωστή ήξερα ότι θα ήταν ο Μάκης. Την Έλλη δεν την ήξερα, έκανα casting. Είδα σε αυτήν έναν ωραίο τσαμπουκά, ένα τσιτωμένο πνεύμα, ένα αριστοκρατικό αλητάκι. Έχει της δύο ποιότητες που αγαπάω, ταυτόχρονα μία φοβερή αξιοπρέπεια και μία ωραία αλητεία.
Έχει λίγα ακόμη καρέ, λίγα ακόμη λεπτά. Γίνεται ό,τι γίνεται. Το επόμενο πρωί ο Κωστής ξυπνάει, πού είναι και τι κάνει;
Δεν ξανακοιμάται ποτέ. Για μένα βέβαια είναι πολύ σημαντικό να τελειώσει εκεί που τελειώνει η ταινία. Είχα προτάσεις να αλλάξει το τέλος και να στρογγυλέψει η ταινία για χάρη εμπορικότητας, όπως το να υπάρχει ένα πραγματικό resolution να μαθαίνουμε τι γίνεται μετά αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ τίποτα. Μου ήταν αδύνατον και δε με νοιάζει, όπως δε με νοιάζει τι συμβαίνει πριν. Ο χαρακτήρας και η ταινία είναι το ίδιο πράγμα, ξεκινάνε στο πρώτο καρέ και τελειώνουν στο τελευταίο.
Τελικά ένας έρωτας μπορεί να σε καταδικάσει σε τέτοιο βαθμό; Να ορίσει τόσο αμετάκλητα τη ζωή σου;
Ο έρωτας ορίζει τη ζωή μας ούτως ή άλλως. Δηλαδή εσύ γιατί ξυπνάς το πρωί; Ξυπνάς για να κλάψεις για τον έρωτα που δεν έχεις ή να δεις τον άνθρωπο που αγαπάς ή απλά για να ξεκινήσει η μέρα σου με την ελπίδα ότι θα ερωτευτείς. Μπαίνεις στο αεροπλάνο και λες «Αχ! Δίπλα μου μπορεί να κάτσει ο έρωτας της ζωής μου.» Όλοι με την ελπίδα του έρωτα ζούμε. Πραγματικά δεν θα βγαίναμε από το σπίτι μας αν δεν υπήρχε ο έρωτας σαν έννοια. Δηλαδή θα καθόμουν σπίτι, θα παράγγελνα φαγητό, θα χάζευα στο ίντερνετ. Ποιος είναι ο λόγος να βγεις έξω, αν κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού σου ονειρεύεσαι ότι θα ερωτευτείς ή ότι θα συμβεί κάτι σπουδαίο. Δεν είναι το θέμα να παντρευτείς αλλά το να ζεις τον έρωτα. Όλο αυτό, έχει ντόπα. Ξαφνικά λειτουργούν πράγματα μέσα σου τα οποία πειράζουν τον εγκέφαλο σου. Παρόλα αυτά σκέψου τι σπουδαίο είναι ότι μπορεί να δεις έναν άνθρωπο και να νιώθεις πράγματα που δεν έχεις νιώσει με τα πιο όμορφα ναρκωτικά. Είναι φοβερό. Για αυτό δουλεύουμε, για αυτό ξυπνάμε, για αυτό κοιμόμαστε, για αυτό ντυνόμαστε, για αυτό είμαστε κάπως, για αυτό παίρνουμε οποιαδήποτε απόφαση μας. Όλα τα άλλα είναι σκατά. Η ζωή είναι σκατά και στο τέλος πεθαίνεις κιόλας. Αυτός είναι ο μόνος λόγο να καθυστερήσεις το θάνατο.